Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

PostHeaderIcon Ανταπόκριση από το 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης ...vol.3



Η τρίτη μου μέρα στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε με έναν ολόλαμπρο ήλιο και εμένα ορεξάτο και εγκλιματισμένο ότι δεν θα τον ευχαριστηθώ (τον ήλιο) και θα περάσω τη ώρα μου στις σκοτεινές αίθουσες, κάτι που για άλλη μια φορά δεν μετάνιωσα. Αρχικά κατηφόρισα από το ξενοδοχείο στις αποθήκες του Φεστιβάλ για να παρακολουθήσω την αρκετά συζητημένη Αιγυπτιακή ταινία του Διαγωνιστικού τμήματος «Ηλιόπολις» (Heliopolis). Μαζί στην προβολή ήταν ο σκηνοθέτης της Αχμάντ Αμπντάλα και ένας εκ των πρωταγωνιστών, ο Καλέντ Αμπόλ Νάγκα. Πρώτος πήρε το λόγο ο σκηνοθέτης ο οποίος πολύ διακριτικά μας ευχαρίστησε για την παρουσία μας και μας ευχήθηκε καλή προβολή, αντιθέτως ο πρωταγωνιστής του θέλησε να πάρει το λόγο εκ μέρους του και να μας ενημερώσει ότι αυτή είναι μια πολύ ιδιαίτερη προσπάθεια αφού η Αίγυπτος παρότι έχει πολλές εμπορικές παραγωγές, αυτή είναι μια από τις πρώτες προσπάθειες για ανεξάρτητο κινηματογράφο και σε αυτό βοήθησαν όλοι οι συμμετέχοντες. Αμέσως μετά άρχισε η προβολή και μετά από μια ώρα ακόμα δεν είχα καταλάβει που το πήγαινε η ταινία και ποιο ήταν το θέμα της. Μάλλον δεν ήθελα να παραδεχθώ ότι για άλλη μια φορά είχα παγιδευτεί στις φήμες που διαδίδουν διάφορα πηγαδάκια του Φεστιβάλ για «υπέροχες» ταινίες που αποδεικνύονται – με μαθηματική ακρίβεια πλέον – υπερτιμημένες. Η ταινία αφορά σε μια ημέρα της ζωής μερικών εκ των κατοίκων της Ηλιόπολης. Η Ηλιόπολη κάποτε ήταν μια πλούσια γειτονία του Καϊρου όπου είχε κτιστεί κυρίως από Εβραίους και Έλληνες μετοίκους, η οποία πλέον και μετά τη φυγή των ξένων πληθυσμών έχει παρακμάσει. Ο καθένας από τους χαρακτήρες ζει στο δικό του μικρόκοσμο, τη δική του μοναξιά και το μόνο που έχει μείνει για να θυμίζει τη δόξα του παρελθόντος είναι κάποια παλιά κτήρια.

Η επόμενη ταινία ήταν το «Φέρτε και Λίγο Δενδρολίβανο» («Go Get Some Rosemary») των Αδερφών Σάφντι. Ανήκει στο τμήμα «Independence Days» στην ενότητα «Young Americans» που έχει φέτος το Φεστιβάλ. Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία των αδερφών οι οποίοι εκτός των άλλων έφτιαξαν την περσινή αφίσα του φεστιβάλ. Ο τριαντατετράχρονος Λένι έχει χάσει την κηδεμονία των παιδιών του και μπορεί να τα βλέπει μόνο δύο βδομάδες το χρόνο και αυτές τις δύο βδομάδες μας παρουσιάζει η ταινία. Ο Λένι αγαπάει πολύ τους γιούς του και μαζί του περνάνε πολύ καλά. Ο εννιάχρονος Σέιτζ και ο επτάχρονος Φρέι όσο είναι με τον πατέρα τους έχουν πολύ περισσότερη ελευθερία και διασκεδάζουν πάρα πολύ. Μόνο που αυτός ο τρόπος ζωής έχει και τα αρνητικά του, αφού ο Λένι πολλές φορές αργεί να τους πάρει από το σχολείο, κάνει παρέα με ανθρώπους όχι κατάλληλους για το περιβάλλον ενός ανήλικου και είναι σχετικά ανεύθυνος. Είναι ο ιδανικός μπαμπάς για τα παιδιά και ο χειρότερος σύζυγος για τη μαμά. Η ταινία ουσιαστικά είναι μια απομυθοποίηση της μποέμικης ζωής, αφού μας δείχνει με γλαφυρό τρόπο ότι εάν αποφασίσεις να κάνεις παιδιά δεν μπορείς να συνεχίσεις σε ένα μοτίβο ζωής που δεν εμπερικλείει ευθύνες για τον εαυτό σου αρχικά αλλά και για τα παιδιά αναγκαστικά. Πρέπει να περιμένουμε αρκετά από τους αδερφούς Σαφντι στο μέλλον αφού και με τις δύο πρώτες ταινίες τους μας απόδειξαν ότι έχουν πολύ καλή επαφή με το κοινό και ακουμπάνε δύσκολα στην επεξεργασία τους θέματα με πολύ χιουμοριστικό τρόπο χωρίς όμως να χάνει η ταινία το ειδικό της βάρος.



Τρίτη ταινία της ημέρας ήταν ο «Λίβανος» («Lebanon») του Ισραηλινού Σαμουέλ Μάουζ. Η ταινία έχει ήδη βραβευτεί με το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας και φαντάζομαι θα συνεχίσει να βραβεύεται σε όποιο Φεστιβάλ συμμετάσχει. Είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του Μάουζ ο οποίος μέχρις στιγμής καταπιανόταν με τα ντοκιμαντέρ. Η ταινία αφορά στην πρώτη μέρα του πολέμου των Ισραηλινών στο Λίβανο. Τέσσερα εικοσάχρονα αγόρια, το πλήρωμα ενός μαχητικού τανκς, περνάνε τα σύνορα και πάνε στη πρώτη γραμμή του πολέμου χωρίς να έχουν προηγουμένως καμία αντίστοιχη εμπειρία. Ένας από αυτούς είναι και ο σκηνοθέτης αφού η ταινία του είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Αρχικά φαίνεται ότι η επιχείρηση που έχουν να κάνουν είναι ρουτίνας, όμως αποδεικνύεται ότι έχουν πέσει σε παγίδα θανάτου. Όλη η ταινία εκτυλίσσεται μέσα στο τανκς με τους τέσσερεις πρωταγωνιστές να θρυμματίζονται ψυχολογικά από τη φρικαλεότητα του πολέμου. Είναι μια ταινία που δεν σου χαρίζεται. Αναπαριστά ρεαλιστικά γεγονότα και ειδικότερα την ψυχολογική βία που δέχονται αυτά τα παιδία. Όπως μας είπε και ο σκηνοθέτης μετά το τέλος της ταινίας, η πρώτη μέρα είναι αυτή που μένει ανεξίτηλη στο μυαλό σου, για τις υπόλοιπες επικρατεί μια θολούρα διότι ο άνθρωπος μπαίνει σε λειτουργία επιβίωσης και δεν μπορεί ο εγκέφαλός να συγκρατεί μνήμες. Ο «Λιβανος» είναι η καλύτερη ταινία που έχω δει μέχρι στιγμής στο Φεστιβάλ και είμαι απόλυτος στο ότι θα είναι από τις καλύτερες ταινίες της σεζόν.

Γιώργος Καλαποθαράκος

website

Listen (via e-radio)

Αρχειοθήκη ιστολογίου