Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

PostHeaderIcon Ανταπόκριση από το 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης... vol.1



Η Τρίτη μέρα του Φεστιβάλ ξεκίνησε με το Masterclass του Γάλλου Αλεξάντρ Ντεπλά, τον μουσικοσυνθέτη του πρόσφατου «Ο Χτύπος που Έχασε η Καρδιά μου» (The Beat That My Heart Skipped). Ο Γάλλος έχει συνεργαστεί με μεγάλους σκηνοθέτες όπως o Στίβεν Φρίαρς, , o Φράνσις Βέμπερ, o Ντέιβιντ Φίντσερ. Επίσης συνεργάζεται με τους Τέρενς Μάλικ και του Ρομάν Πολάνσκι για τις αναμενόμενες ταινίες τους «The Tree of Life» και «The Ghost» αντίστοιχα. Ξεκίνησε την συνέντευξή του με τον Γιώργο Κρασσακόπουλο λέγοντας του ότι δεν είχε ποτέ αμφιβολίες για να γράψει μουσική για τον κινηματογράφο αφού αυτόν ήταν που ήθελε πάντα να κάνει, αμφιβολίες είχε για την ορχηστρική μουσική, εκεί ήταν που δεν ήξερε αν θα τα καταφέρει. Κάθε φορά που αναλαμβάνει να συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο παραμένει το ίδιο ενθουσιώδης με την πρώτη φορά. Παραδέχτηκε ότι ακόμα νιώθει αμήχανος και ντροπαλός όταν βρίσκεται απέναντι με προσωπικότητες όπως ο Τζον Γουίλιαμς, ο Αλ Πατσίνο ή ο Τζακ Νίκολσον. Αναφερόμενος στην πολύχρονη συνεργασία του με τον Ζακ Οντιάρ δήλωσε πως «είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης με τον σκηνοθέτη, σου δίνει την ελευθερία να πειραματιστείς και να βγάλεις τον καλύτερο εαυτό σου. Πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή μου ευαισθησία προσθέτει αρκετά στοιχεία στο ύφος της μουσικής που γράφω για τις ταινίες». Αναφέρθηκε επίσης στην διαφορά της μουσικής που γράφεται για τις περισσότερες αμερικανικές ταινίες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. «Η μουσική στις αμερικάνικες ταινίες ακολουθεί τη δράση. Τρέχει ο ήρωας τρέχει και η μουσική, ενώ αντίθετα στην Ευρώπη οι μουσικοσυνθέτες προσπαθούν να δημιουργήσουν μια γενικότερη ατμόσφαιρα μέσα στην ταινία διατηρώντας το ίδιο τέμπο , επιχειρούν να μεταφέρουν στην ταινία αυτό που βρίσκεται εκτός πλάνου, αυτό που υπάρχει στο μυαλό των χαρακτήρων». Στο τέλος του masterclass, ο Αλεξάντρ Ντεπλά αποκάλυψε ότι ευχαρίστως θα έγραφε μουσική για ελληνικές ταινίες (λόγω και της ελληνικής του καταγωγής), ωστόσο δεν του έχει ζητηθεί κάποια συνεργασία ακόμη. Ο Ντεπλά έχει προταθεί δύο φορές για Όσκαρ και έχει κερδίσει τη Χρύση σφαίρα για τη μουσική του στην ταινία «The Painted Veil».


Η πρώτη ταινία που παρακολούθησα ήταν «Το Βουνό Χωρίς Δέντρα» (Treeless Mountain) της Αμερικανοκορεάτισας Σον Γιονγκ Κιμ. Η Κιμ θεωρείτε μια από της ελπίδες του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά ιδιαίτερα με αυτή τη δεύτερη ταινία της (κάτι που προφανώς δεν με βρίσκει σύμφωνο). Η ιστορία έχει να κάνει με δύο αδερφές έξι και τεσσάρων χρονών αντίστοιχα, που η μητέρα τους δεν μπορεί να τις κρατήσει και τις αφήνει για λίγο καιρό στην κουνιάδα της σε μια επαρχιακή πόλη της Κορέας. Οι μικρές ζουν με την κακιά τους θεία περιμένοντας την μαμά να επιστρέψει. Και κάπου εδώ σταματάει και η πλοκή. Ότι άλλο συμβαίνει δεν παίζει κανένα ρόλο. Το μόνο που με εντυπωσίασε στην ταινία ήταν οι πολύ καλές παιδικές ερμηνείες και η εμμονή της σκηνοθέτιδος να αφήνει όλη τη δράση της ταινίας εκτός πλάνου και να επικεντρώνεται μόνο στο πρόσωπο της μικρής της πρωταγωνίστριας. Όταν τελείωσε η ταινία η Κιμ έμεινε στην αίθουσα για να απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού και μια από τις ερωτήσεις ήταν «Γιατί δεν εμφανίζονται αντρικές φιγούρες στην ταινία;» Η απάντησή της ήταν ασαφής αλλά μας έδωσε να καταλάβουμε ότι ήθελε να επικεντρωθεί στην σχέση των δύο κοριτσιών, η ταινία της βασίζεται κατά πολύ σε δικά της βιώματα και οι άντρες δεν είχαν βασικό ρόλο. Μου φάνηκε μια ταινία που ναι μεν εκφράζει κάποιες δύσκολες στιγμές που πέρασε ο καλλιτέχνης στη ζωή του και έχει ανάγκη να τις εξωτερικέψει αναζητώντας εξιλέωση, αλλά που ταυτόχρονα δεν υπάρχει λόγος να αφιερώσει ο θεατής δύο ώρες από τη ζωή του βλέποντας δυο μικρά κορεατάκια να ψήνουν ζωντανές ακρίδες και να τις πουλάνε ελπίζοντας να γεμίσουν με κέρματα τον κουμπαρά τους.



Τελειώνοντας η Κιμ μας παρότρυνε να πάμε να δούμε και την ταινία του άντρα της Μπράντλεϊ Ραστ Γκρέι, που παιζόταν αργότερα την ίδια μέρα. Η ταινία λέγεται «Το Κορίτσι Κάνει Μπαμ» (The Exploding Girl). Η προβολή ξεκίνησε με πολλά προβλήματα που οι υπεύθυνοι δικαιολόγησαν λέγοντας ότι «Επειδή η ταινία είναι γυρισμένη σε High Definition μας έχει δημιουργήσει κάποια προβλήματα, όπως καταλαβαίνεται όταν έχει να κάνει με νέες τεχνολογίες είναι αναμενόμενα κάποια προβλήματα(;)». Εδώ κάπου λυπήθηκα τον σκηνοθέτη που έπρεπε να ακούει από επίσημα χείλη ότι στη χώρα μας, ακόμα και στο μεγαλύτερο Φεστιβαλ Κινηματογράφου, είναι αναμενόμενο να μην ξέρουμε να χειριζόμαστε νέες τεχνολογίες…

Όμως, η ταινία άρχισε. Μια νεαρή φοιτήτρια η Ήβη (Ζόι Καζάν) , γυρνάει στο πατρικό της για τις καλοκαιρινές διακοπές. Θα συναντήσει ξανά τον καλό της φίλο Αλ που κι αυτός έχει γυρίσει στο πατρικό του. Το πιο συναρπαστικό σημείο της ταινίας είναι κάπου εδώ, όταν ο Αλ της ζητάει να τον φιλοξενήσουν στο σπίτι τους, αφού οι γονείς του έχουν νοικιάσει το δωμάτιό του σε κάποιον άλλο. Από εκεί και πέρα, δεν συμβαίνει τίποτα. Οι δύο νεαροί περνάνε πολύ χρόνο μαζί και στο τέλος ανακαλύπτουν ότι ταιριάζουν και ερωτικά (συγγνώμη που χαλάω το τέλος αλλά δεν κρατήθηκα). Η ταινία έχει διάρκεια 79 λεπτά και είναι πιθανών να προλάβεις να κοιτάξεις το ρολόι σου πάνω από 79 φορές. Η μόνη ευχάριστή νότα είναι η παρουσία της ταλαντούχας Καζάν η οποία «τυγχάνει» να είναι η εγγονή του Ηλία Καζάν.

Γιώργος Καλαποθαράκος

website

Listen (via e-radio)

Αρχειοθήκη ιστολογίου