GAD: Στη rock λεωφόρο διαμέσου της ηλεκτρονικής παρακάμψεως..


Ένα ακόμα ροκ συγκρότημα που εκπλήσσεσαι όταν μαθαίνεις ότι αποτελείται από Έλληνες. Δεν είναι απλά ότι το ύφος της μουσικής τους δεν χαρακτηρίζεται από κανένα ελληνικό στοιχείο, η παραγωγή τους είναι πολύ προσεκτική και επαγγελματική με αποτέλεσμα να μην(αυτό) περιορίζεται εντός των ελληνικών συνόρων. Η βαθιά φωνή του Ηρακλή Αναστασιάδη σε συνδυασμό με το σκοτεινό ηλεκτρονικό rock σου δημιουργούν την αίσθηση ότι ακούς μια μπάντα αποτελούμενη από μέλη των Mudhoney και των Depeche Mode! Ο δεύτερος δίσκος τους «Perfect Crime» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2010 και απέσπασε πολύ καλές κριτικές, ενώ το ομώνυμο κομμάτι προορίζεται να γίνει το νέο χιτάκι που θα παίζουν συχνά οι ραδιοσταθμοί rock ρεπερτορίου.
Το 2004 ο Ηρακλής Αναστασιάδης και ο Κώστας Αντωνιάδης αποφάσισαν να φτιάξουν μαζί ένα ηλεκτρονικό κομμάτι, μέσα από αυτή τη συνεργασία κατάλαβαν ότι ταιριάζουν μουσικά και θέλησαν να την επεκτείνουν. Το 2005 λοιπόν σχηματίζονται οι GAD (Generalized Anxiety Disorder) και αρχίζουν να παίζουν σε διάφορες σκηνές. Το 2007 ο πρώτος τους δίσκος «System May Fall» είναι πραγματικότητα και στη μπάντα, πέραν από τον Αντώνη Αντωνιάδη και τον Σπύρο Παπακώτση, προστίθεται και ο Μιχάλης Σεμερτζόγλου. Το «The End Of The Road» γίνεται ραδιοφωνική επιτυχία και μαζί με το γεγονός ότι καταφέρνουν να κάνουν αρκετές ζωντανές εμφανίσεις (συμπεριλαμβανομένης και αυτής μαζί με τους Nouvelle Vague και Chicane) έκαναν τον κόσμο να τους μάθει σύντομα.
Στο καινούργιο album τους συνεργάζονται με τον Κωνσταντίνο Β (είχαν εκφράσει την επιθυμία για μια τέτοια συνεργασία πολύ καιρό πριν) στο κομμάτι «Over The Moon» το οποίο προέκυψε λίγο πιο ηλεκτρονικό από τα υπόλοιπα τους αλλά ταυτόχρονα θυμίζει έντονα τους Puressence. Το «Waves» είναι η μεγαλύτερη ραδιοφωνική επιτυχία του δίσκου, κομμάτι που δεν βγαίνει εύκολα από ελληνικό ροκ συγκρότημα, πλούσιο σε συναίσθημα και ταξιδιάρικο. Το βίντεο του τους δείχνει να περιπλανώνται στο διάστημα τραγουδώντας I love you just the way you are…
Οι GAD είναι μια εναλλακτική μπάντα που όμως κατάφερε να κάνει επιτυχία στον χώρο της όχι επειδή παρουσιάζει κάτι καινοτόμο αλλά επειδή τα μέλη της είναι συνεπείς με τη μουσική που διάλεξαν να ακολουθήσουν, την υπηρετούν πιστά και φαίνεται μάλιστα ότι το κάνουν και με πολλή αγάπη. Νοσταλγικές σύγχρονες φθινοπωρινές μπαλάντες με δικαιολογημένα μεγάλη απήχηση στο νεανικό κοινό από ένα γκρουπ που αποδεικνύει ότι, πέραν από βολονταρισμούς και μεγαλοστομίες περί «μεγάλων και σπάνιων ικανοτήτων των Ελλήνων» - στις οποίες είναι επιρρεπείς τόσοι και τόσοι, από όλους τους επαγγελματικούς χώρους μα και άπαντες τους τομείς της δημοσίας ζωής, του συνόλου του πολιτικού φάσματος μηδέ εξαιρουμένου - πολλές φορές είναι αρκετό για να έχουμε κάτι αποτελεσματικό ως προς τον σκοπό του μα και καλό το να μπορούμε να παίξουμε με αξιοπρέπεια μα και αξιώσεις τους...«αλλόφυλους» στο κατά περίπτωση γήπεδο τους..
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΑΠΟΘΑΡΑΚΟΣ
H Εκτέλεση


Σ’ ένα τυπικό χωριό στα χρόνια του οικονομικού μεσαίωνα η ηλεκτρική καρέκλα είχε στηθεί και πάλι στην πάνω πλευρά της πλατείας, έξω από την κεντρική πόρτα του διοικητηρίου Ο στιλπνός μεταλλικός σκελετός της, αντανακλούσε περήφανα το φως του μεσημεριού σε μια απόπειρα να κρύψει τη σκουριά που τον κατέτρωγε ανά σημεία και οξείδωνε το στιβαρό του παρουσιαστικό. Η πόρτα του διοικητηρίου ορθάνοιχτη, καθώς ένας υπάλληλος μπαινόβγαινε νευρικά για να ρυθμίσει τις τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες και να απομακρύνει κάθε τόσο τα περιστέρια που περιτριγύριζαν το όργανο της εκτέλεσης. Στο μπαλκόνι του διοικητηρίου, ακριβώς πάνω από την κεντρική πόρτα, ένας δεύτερος υπάλληλος, υπεύθυνος για την ηλεκτρολογική εγκατάσταση, ξετύλιγε το καλώδιο που συνέδεε τον πίνακα ελέγχου, τοποθετημένο στον εξωτερικό τοίχο δεξιά από τη μπαλκονόπορτα, με την υποδοχή στο μετασχηματιστή της καρέκλας.
Τα μεγάφωνα στερεωμένα σε κολώνες φωτισμού στις τέσσερις γωνίες της πλατείας μετέδιδαν ανά τρία λεπτά, το ίδιο βραχνό μήνυμα, υπαγορευμένο χωρίς παύσεις, σε τόνο προσταγής: «παρακαλούνται όλοι οι πολίτες να μεταβούν στην κεντρική πλατεία τη δωδεκάτη μεσημβρινή». Ακριβώς στις 12, χωρίς δευτερόλεπτο καθυστέρησης και ενώ οι κάτοικοι, άρχισαν να συρρέουν σιωπηλοί προς το κέντρο της πλατείας από διάφορες κατευθύνσεις, το μήνυμα στα μεγάφωνα έγινε λίγο πιο μακροσκελές, με την ένταση της φωνής του εκφωνητή να κλιμακώνεται: «Τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία εκτέλεσης της υπ. αριθμ. 34528 απόφασης του ανώτατου πολιτιστικού δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με την οποία ο πολίτης Χ. Τ. του Β., είκοσι ετών, κρίνεται ένοχος για το αδίκημα της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας και καταδικάζεται εις θάνατον.»
Με τον ήχο στα μεγάφωνα να μικροφωνίζει στις τρεις τελευταίες συλλαβές (θα – να – τον), σούσουρο από ψίθυρους απορίας και έκπληξης ξέσπασε ανάμεσα στο πλήθος, αφού μόλις τότε γινόταν γνωστό το όνομα του θανατοποινίτη συγχωριανού τους. Η σύλληψη βέβαια του Χ., την ημέρα της κηδείας του πατέρα του περίπου τέσσερις μήνες πριν, και η δίκη που ακολούθησε θεωρήθηκαν υπόθεση ρουτίνας, με τη στέρηση «διαδικτυακών δικαιωμάτων» για κάποιο διάστημα να θεωρείται σχεδόν βέβαιη. Κανείς όμως δεν ανέμενε την εσχάτη των ποινών, η οποία μέχρι τότε επιβαλλόταν από το «ανώτατο οικονομικό δικαστήριο» (ένα συμβούλιο αποτελούμενο από εκπροσώπους πολυεθνικών), σχεδόν αποκλειστικά σε κατηγορούμενους για φορολογικά και οικονομικά εγκλήματα, και ειδικότερα για διαβαθμισμένες παραβάσεις που εντόπιζαν και κατηγοριοποιούσαν οι εταιρείες «συλλογής φόρων».
Ο νόμος «περί προϊόντων της διάνοιας» είχε εκδοθεί από την «νομοθετική εταιρεία» τρία χρόνια νωρίτερα και αφορούσε κυρίως αδικήματα που σχετίζονταν με πνευματικά δικαιώματα και ειδικά τη δωρεάν διακίνηση έργων τέχνης ή αντιγράφων τους μέσω του διαδικτύου. Απαγόρευε με λίγα λόγια το downloading και τη λειτουργία ιστοσελίδων κοινής χρήσης βίντεο και μουσικής, θεσπίζοντας πρωτάκουστες μέχρι τότε ποινές, από τη στέρηση «διαδικτυακών δικαιωμάτων» μέχρι και την υπαγωγή των υπότροπων στον αυστηρότατο νόμο περί «φορολογικών παραβάσεων». Συνεχείς προσθήκες όμως στον αρχικό νόμο, δημιούργησαν σταδιακά ένα πολύ αυστηρότερο πλαίσιο απαγορεύσεων, στοχευμένο στη μουσική.
Οι σποραδικές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από μικρή μερίδα ρομαντικών μουσικόφιλων ανά την υφήλιο δεν βρήκαν έρεισμα στη μαστιζόμενη από την οικονομική ανισότητα και τα βιοποριστικά προβλήματα κοινωνία και σιώπησαν μυστηριωδώς. Σύντομα, απαγορεύτηκε κάθε δημόσια αναπαραγωγή μουσικής είτε ζωντανά είτε μέσω μηχανημάτων αναπαραγωγής της, χωρίς την αδειοδότηση κάποιας από τις εταιρείες «διανομής μουσικών έργων» (ο όρος δισκογραφική είχε ατονήσει καιρό). Τέτοιου είδους αδειοδότηση εξασφάλισαν επιλεγμένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας (τρεις τηλεοπτικοί και πέντε ραδιοφωνικοί σταθμοί παγκόσμιας και διαδικτυακής εμβέλειας), τα κεντρικά πολυκαταστήματα, τα μεγάλα club μαζικής διασκέδασης και ειδικά σε μια μικρή περιφέρεια στη νοτιοανατολική Μεσόγειο οι μεγάλες πίστες (γνωστές και ως μπουζούκια), η οποία σημειωτέον επιλέχθηκε για την πρώτη πειραματική εφαρμογή του περίφημου πειράματος «οικονομικής και κοινωνικής προσαρμογής», γύρω στο 2010.
Οι εταιρείες «διανομής μουσικών έργων» με τη βοήθεια των εταιρειών «προστασίας του πολίτη» εφάρμοσαν με άτεγκτο δυναμισμό τον συνεχώς ανανεώσιμο νόμο. Προχώρησαν ακόμα και σε μαζικές κατασχέσεις αγορασμένων δίσκων βινυλίου και CD, με τη δικαιολογία ότι η εξουσιοδότηση των παλιών δισκογραφικών εταιρειών δεν είχε πλέον ισχύ. Λίγους μήνες μάλιστα πριν, ως παραβάτες άρχισαν να διώκονται ακόμα και άνθρωποι που τραγουδούσαν στο δρόμο ή παρουσία τριών ατόμων και άνω, ακόμα και εντός της οικίας τους. Αυτό ήταν και το ασυγχώρητο ατόπημα του Χ. Λίγα λεπτά αφού εμπιστεύτηκε στην αγκαλιά του χώματος τον νεκρό από ασιτία πατέρα του και δεχόμενος τα συλλυπητήρια των συγχωριανών του, ξέσπασε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του σ’ έναν θηριώδη, μακρόσυρτο βρυχηθμό, με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό και καθώς δύο αλμυρά ρυάκια άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά του, οι φωνητικές του χορδές λες και έγιναν βελούδινες κι ένας υπέροχος αμανές που κατέληξε στη μελωδική επανάληψη μιας υβριστικής για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα φράσης, σκέπασε την κατάπληξη των παρευρισκόμενων στην κηδεία.
Στη δίκη που ακολούθησε, ο Χ. ισχυρίστηκε ότι το τραγούδι ήταν δικής του έμπνευσης. Η πολιτική αγωγή όμως, εκπρόσωπος μιας από τις εταιρείες στην ουσία, παρέθεσε τουλάχιστον εκατόν δεκαπέντε δείγματα συνθέσεων, η μελωδία των οποίων ήταν κοινή, το ελάχιστο κατά πέντε συνεχόμενες νότες, με το τραγούδι του κατηγορούμενου. Στην υβριστική φράση του τραγουδιού δεν έγινε καμία μνεία. Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση, που ως γνωστό τον έκρινε ένοχο, ο Χ. ουρλιάζοντας εκστασιασμένος θύμισε στο ακροατήριο πολύ γνωστό άσμα της κλασσικής ροκ του ’70. Τότε οι δικαστές, με τη σύμφωνη γνώμη της πολιτικής αγωγής ανέβαλλαν την ανακοίνωση της ποινής για επόμενη συνεδρίαση.
Η συνεδρίαση έλαβε χώρα την προηγούμενη ημέρα και την πρώτη δημόσια ανακοίνωση της απόφασης από τα μεγάφωνα στο χωριό της ιστορίας μας - η οποία πλέον δημιουργεί δεδικασμένο και λογικά θα προκαλέσει την άμεση αναθεώρηση του σχετικού νόμου - την περιγράψαμε λίγο πριν. Ο ίδιος ο Χ. που εδώ και μιάμιση ώρα βρισκόταν στον προθάλαμο του διοικητηρίου στο ισόγειο δεν ήξερε τίποτα για το ύψος της ποινής ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι η θέση στον ηλεκτρικό δήμιο προοριζόταν γι’ αυτόν. Με το άκουσμα του ονόματός του από τα μεγάφωνα δύο ζευγάρια χέρια έσφιξαν απότομα γύρω από τα μπράτσα του. Η εμφάνιση του ωχρού από το φόβο προσώπου του στην πόρτα του διοικητηρίου, μετέτρεψε τους ψίθυρους του πλήθους σε φωνές αποδοκιμασίας που εντάθηκαν, όταν οι υπάλληλοι τον κάθισαν στην καρέκλα και τοποθέτησαν πάνω από το κεφάλι του τη μεταλλική υποδοχή. Την επόμενη ακριβώς στιγμή, οι φωνές έσβησαν σαν το κύμα της θάλασσας που υποχωρεί, σιωπή για λίγο, μέχρι ένα νέο κύμα, μελωδίας και στίχων, να σαρώσει την πλατεία, με όλους τους ανθρώπους εκεί να τραγουδούν με μια φωνή…
Υ.Σ. 1: Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, καταστάσεις ή γνωστά λογοτεχνικά έργα μόνο συμπτωματική δεν είναι.
Υ.Σ. 2: Η χαριτωμένη ιστορία που μόλις διαβάσατε είναι άραγε αποκύημα νοσηρής φαντασίας, ένα αλληγορικό παραμύθι ή εικόνα από το ζοφερό μέλλον, έστω με την απαραίτητη δόση υπερβολής; Θα είμαστε έτοιμοι να το διαπραγματευτούμε κάθε Δευτέρα στον tripradio, 20:00 - 22:00, στο πλαίσιο της εκπομπής «Καλωσήρθατε στον 21ο Αιώνα (welcome to the 21st century)».
Γιώργος
Λίγο πριν το τούνελ, ή ακριβώς μετά


Επιβάτες στο ίδιο τρένο. Στο ίδιο βαγόνι. Εστίασε και άλλο. Καθόμαστε σε διπλανές θέσεις. Κοιτάζουμε στο τίποτα, ή αλλιώς, εγώ αριστερά μου ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο της λερωμένης μοκέτας του διαδρόμου και εκείνη έξω από το παράθυρο, τα χωράφια τα γυμνά από αγελάδες, από πρόβατα και από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να τους προσδώσει κάποιο ενδιαφέρον. Μεγάλη προσπάθεια να μην συναντηθούν τα μάτια μας, όταν εγώ θα ψάξω με το βλέμμα μου για πρόβατα και εκείνη θα καρφώσει τα μάτια της (πράσινα ή καφέ άραγε;) στα χέρια του ελεγκτή που κρατά το εισιτήριο της και ετοιμάζεται να του τρυπήσει το αυτί. Όλη αυτή η ενέργεια που σπαταλούμε για να μην συναντηθούν τα βλέμματα μας, μοιάζει να προέρχεται από έναν φόβο ότι κάτι τραγικό θα συμβεί στην αντίθετη περίπτωση -σπίθες, φωτιά στις λιγδιασμένες κουρτίνες, ή ακόμη και εκτροχιασμός του τρένου.
Κάπου στην μέση του ταξιδιού ζητά συγνώμη χωρίς να με κοιτά και με παρακαλεί να παραμερίσω για να πάει στην τουαλέτα να αυτοκτονήσει. Ρωτώ αν θέλει βοήθεια (όχι γενικά, αλλά ειδικά) (όχι γιατί, αλλά αφού). Χαμογελά γλυκά και αρνείται ευγενικά (μάτια καφέ). Επιμένω, χωρίς να γνωρίζω ακριβώς τον λόγο που το κάνω. Ίσως μου αρέσει κάτι πάνω της. Μπορεί ο τρόπος που είναι ραμμένο το δεύτερο από πάνω κουμπί της ζακέτας της, σφιχτά περασμένη κλωστή, άπειρες φορές, χωρίς σύστημα, αλλά έτσι ώστε το κουμπί να μην μπορούσε να φύγει, ακόμη και αν ήταν μαθητής του Χάρυ Χουντίνι! Τελικά, αναγκάζεται να με αφήσει να την ακολουθήσω.
Στον διάδρομο, ρωτώ πώς σχεδιάζει να το κάνει. Απάντηση μονολεκτική και μάλλον στρογγυλή: «χάπια». Μέσα στην μικρή τουαλέτα ζητώ να δω τα χάπια με τρόπο που δεν φανερώνει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή συναίσθημα. Το ίδιο αδιάφορα βγάζει από την τσέπη και αφήνει στο χέρι μου ένα πλαστικό σωληνάριο, που καθώς κουνιέται παράγει έναν κρουστό ήχο, σαν εισαγωγή σε πένθιμο εμβατήριο που το κυρίως θέμα του ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξεκινά να αναπτύσσεται, με έναν ήχο μπουκωμένο και λευκό.
-«Τι είδους χάπια είναι;» (ανόητη ερώτηση)
-«Δυνατά» (απαθής απάντηση)
-«Εννοώ, τι υποτίθεται ότι θεραπεύουν.»
-«Την ζωή» μικρή παύση, συνεχίζει «με θάνατο.»
-«’Έχεις ξαναδοκιμάσει ποτέ τα συγκεκριμένα;»
-«Όχι, όμως πρέπει να είναι αποτελεσματικά. Ξέρω τρία άτομα που τα δοκίμασαν και δεν επέζησαν για να ισχυριστούν το αντίθετο.»
-«Ήξερες λοιπόν»
-«Ήξερα τι;»
-«Τρία άτομα»
-«Ω, ναι, υποθέτω»
-«Κοίταξε, δεν γνωριζόμαστε αλλά αν δεν σε πείραζε θα ήθελα να με άφηνες να σου δώσω εγώ τα χάπια. Μπορεί να σου φανεί από περίεργο μέχρι άρρωστο, όμως η αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοια περιστατικά εξάπτουν την φαντασία μου και μου προσφέρουν μια ευχαρίστηση, που δεν περιμένω να καταλάβεις τώρα, αλλά δεν πρέπει να σε ενοχλεί κιόλας. Σε παρακαλώ!»
- «Ούτως ή άλλως, το ίδιο μου κάνει». Μάτια στο καπάκι του σωληναρίου, λευκό και στρογγυλό.
-«Ωραία λοιπόν», λέω με έκδηλο ενθουσιασμό, «πόσα λες να χρειάζονται;»
-«Τέσσερα φτάνουν, νομίζω»
-«Θα σου δώσω πέντε, για να είμαστε σίγουροι. Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε το στόμα». Ξεβιδώνω. Πέντε μικρά λευκά βότσαλα στην παλάμη μου. Όπως πλησιάζω το χέρι μου στο πρόσωπο της, την συμβουλεύω «δεν θέλω να τα καταπιείς αμέσως. Κράτησε τα για λίγο στο στόμα σου και μετά άφησε τα να κυλήσουν κάτω».
-«Εντάξει»
Στη συνέχεια τα αφήνω να πέσουν χωρίς θόρυβο στην γλώσσα της. Τα κρατά για λίγο εκεί και ακούω να χτυπούν μεταξύ τους και πάνω στα λευκά της δόντια. «Περίεργο, αλλά έχουν γεύση δυόσμο!»
-«Ναι, ε; Όχι μόνο σκοτώνουν, αλλά χαρίζουν και δροσερή αναπνοή!»
Καταπίνει. Ανοίγει τα μάτια της, με κοιτά πλαγίως, χαμογελά και λέει –«τα άλλαξες με καραμέλες, έτσι δεν είναι;»
Χαμογελώ επίσης.
-«Όχι καλή μου, θα πεθάνεις σε λίγο»
-«Α, σκέφτηκα ότι…» χαμόγελο που σβήνει, καθώς βγαίνω από την τουαλέτα, νιώθοντας τα καφέ της μάτια στην πλάτη μου.
Διασχίζοντας αργά τον διάδρομο επιστρέφω στο κουπέ και κάθομαι ευχαριστημένος στη θέση μου. Μετά μετατοπίζω το σώμα μου στην διπλανή θέση. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο βλέπω το τοπίο, αδιάφορο και πανομοιότυπο κάθε λεπτό που περνά. Μοιάζει να είναι αυτό που κινείται καθώς το τρένο στέκεται ακίνητο, με έναν μηχανικό τρόπο παρόμοιο με εκείνον που χρησιμοποιούσαν κάποτε στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Μισοκλείνω τα μάτια και προσπαθώ να αποφασίσω: αν είχα 10 πρόβατα και 10 αγελάδες σε ποια σημεία θα τα τοποθετούσα; Φυσώντας την ανάσσα μου ζεστή στο τζάμι το θαμπώνω. Αυτό που εμφανίζεται αχνά στην λεία επιφάνεια και προβάλλεται πάνω στο διαρκώς επαναλαμβανόμενο τοπίο είναι δύο λέξεις: Deja Voodoo…
Achilles
Γιώργος Κυριαζής @ tripradio.gr


Κύριοι και Κυρίες
Αυτή τη Πέμπτη και λίγο μετά τις δέκα το βράδυ ο Γιώργος Κυριαζής, βασικός πλέον μεταφραστής των βιβλίων του Thomas Pynchon (που οι φίλοι αυτής της εκπομπής γνωρίζουν καλά ότι είναι ένας από τους δώδεκα θεούς της) στα Ελληνικά, θα βρίσκεται στο studio του tripradio.gr για μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη αλλά και μια βουτιά στον έναστρο ωκεάνιο κόσμο της λογοτεχνίας του Commander που όπως οι ίδιοι φίλοι γνωρίζουν, είναι το όνομα που χρησιμοποιούμε μετά το τρίτο ποτήρι Jameson στο bar της Λυκαβηττού Low Profile όταν πίσω από τη μπάρα βρίσκεται ο Χρήστος και ειδικά εφόσον τη Μουσική στον ίδιο χώρο διαχειρίζεται ο Μάνος, ο οποίος θα φροντίσει η τρίτη αυτόματη παραγγελία να συμπέσει με την έναρξη του Singapore κομμάτι που έγραψε ειδικά για την περίπτωση και τραγουδά ο άσχημος πλην επιδέξιος αδερφός του Thomas Pynchon, Thomas Waits, με αφορμή κατά τα άλλα την πρόσφατη βράβευση του Γιώργου με το βραβείο μετάφρασης αγγλόφωνης λογοτεχνίας από το ΕΚΕΜΕΛ για τη μετάφραση του βιβλίου του Τόμας Πίντσον «Ενάντια στη μέρα». Στη συντροφιά των φίλων της Τύχης θα βρίσκονται όπως πάντα ο Όλεθρος Ηρακλής Desertnaut και η αλα Kim Novak ολέθριας ομορφιάς Ειρήνη Kinky Pinky. Εκτάκτως στη συντροφιά ο Βασίλειος Δρόλιας συντηρητής του καλύτερου Blog βιβλιοφιλίας ficciones.wordpress.com.
Για να προετοιμαστείτε καλύτερα για την ακρόαση της εκπομπής προτείνονται τα κάτωθι:
α. Επισκόπηση του http://pynchonikon.wordpress.com/ blog του Γιώργου Κυριαζή για τον Thomas Pynchon.
β. Ανάγνωση του http://ficciones.wordpress.com/2009/12/02 του Βασίλειου Δρόλια.
γ. Ανάγνωση του http://galera.gr/magazine/modules/articles/article.php?id=1041 του Ολέθρου Ηρακλή Desertnaut.
δ. Ακρόαση του http://www.youtube.com/watch?v=IHyYhyp0kTc&feature=related του Tom Waits.
ε. Προμήθεια ενός φλιτζανιού ντεκαφεϊνε εσπρέσσο, ποσότητας Jameson ισότιμης με τη χωρητικότητα τριών ποτηριών, μιας φιάλης εμφιαλωμένου νερού καθώς και ενός αντίτυπου του βιβλίου «Ενάντια στη Μέρα» του Thomas Pyncon σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή από τις εκδόσεις καστανιώτη με σκοπό, μετά την ανάγνωσή του φυσικά, να το χαρίσετε όντας μεθυσμένος/η σε κάποια υπέροχη παρουσία με κομψή ενδυμασία και σθεναρές αντιστάσεις στις αμφιβόλου ηθικού περιεχομένου προτάσεις σας.
Φιλιά σε όλους
Cpt. Pep Friday, Πλατεία Leo Messi (πρώην Μάρκου Μπότσαρη) Ιλίσια, Αθήνα 5 Οκτώβρη 2010.
Συναυλία Αρχείου

Επιστροφή στα θρανία


Πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς!«Καλημέρα παιδιά» χαιρέτησε με όσο ενθουσιασμό μπορούσε να στριμώξει στη φωνή της η δασκάλα της πρώτης τάξης του 66ου Δημοτικού Σχολείου. Από κάτω σιωπή. Μπορούσες σχεδόν να ακούσεις μια γομολάστιχα να πέφτει. «Είπα καλημέρα παιδιά!» προσπάθησε ξανά η 45χρονη εκπαιδευτικός, αυξάνοντας την ένταση της φωνής της, χωρίς να μπορέσει να κρύψει κάποια ίχνη δυσαρέσκειας. Πάλι καμιά αντίδραση. Τα 6χρονα αγόρια και κορίτσια κοιτούσαν τη δασκάλα τους με απόλυτη σοβαρότητα και κρατούσαν τα μικρά τους στόματα σφραγισμένα. Το μικρό δάκτυλο του δεξιού χεριού της μόνης ενήλικης στην αίθουσα άρχισε να τρέμει, σημάδι ότι τα επί χρόνια τεντωμένα νεύρα της ετοιμάζονταν να αρχίσουν να κουδουνίζουν «Μπορείτε να μου πείτε, τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε, ενώ ήταν προφανές ότι με ένα αόρατο χέρι έσπρωχνε πίσω πλοκάμια που είχαν αρχίσει να σαλεύουν ερεθισμένα από την παράξενη αυτή εξέλιξη. Ένας μικρός κοκκινομάλλης μαθητής από το τελευταίο θρανίο σηκώθηκε ξαφνικά όρθιος. Η δασκάλα τεντώθηκε κρατώντας την αναπνοή της, έτοιμη να λάβει τις απαντήσεις που ζητούσε. Αντί για αυτό, το αγόρι περπάτησε κατά μήκος του διαδρόμου που σχημάτιζαν τα θρανία, κοιτάζοντας με τα γαλάζια του μάτια την παιδαγωγό, πλησίασε στην πόρτα με αργές κινήσεις, άνοιξε και βγήκε έξω. Η γυναίκα αφού ξεπέρασε σιωπηλά αρχικά την έκπληξη, έτρεξε πίσω του φωνάζοντας να γυρίσει πίσω και ρωτώντας τον τι νόμιζε ότι έκανε. Τα αγόρι έκανε μερικά ακόμη βήματα στον διάδρομο, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. Ξαφνικά, άρχισε να γίνεται κάτι ακόμη πιο παράξενο! Το σώμα του άρχισε να αλλάζει σχήμα. Ο κορμός του επιμηκύνθηκε, το κεφάλι του στένεψε, το μέτωπο του άρχισε να φυτρώνει ένα ζευγάρι μικρά κέρατα και στο πίσω μέρος του μια κοντή ουρά. Τα ρούχα του έγιναν κομμάτια και φάνηκε ένα σώμα καλυμμένο από κοκκινωπό τρίχωμα. Δευτερόλεπτα μετά, στον διάδρομο του 66ου Δημοτικού Σχολείου, μια αποσβολωμένη μεσήλικας κοίταζε στα γαλάζια του μάτια ένα νεαρό κατσίκι, λίγο πριν το τελευταίο αρχίσει να χοροπηδάει και φύγει μακριά της. Πίσω πατώντας, η δασκάλα της πρώτης δημοτικού μπήκε ενστικτωδώς στην τάξη με σκοπό να βρει καταφύγιο, αλλά και εκεί τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Πέτυχε τους μαθητές σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταμόρφωσης από παιδιά σε ζώα κάθε είδους. Άρχισε να ουρλιάζει, αλλά ήταν μάταιο. Στην αίθουσα διδασκαλίας τώρα, δεν υπήρχε ίχνος παιδιών! Γάτες έξυναν τα νύχια τους στον μαυροπίνακα παράγοντας έναν φριχτό ήχο, σπουργίτια, μικρά γεράκια και ερωδιοί πετούσαν πάνω από τα θρανία, ελαφάκια και αρκουδάκια έπαιζαν κυνηγητό, δύο νεαρά αρμαντίλο μια γινόντουσαν μπάλα και μια ξεδιοπλώνονταν, 4-5 νεαρές μαιμούδες κρεμόντουσαν από το τα φωτιστικά, ενώ ένας μικρό σε μέγεθος κροκόδειλος σύρθηκε κάτω από την έδρα και έμεινε εκεί ακίνητος. Έκλεισε τα μάτια της και έβγαλε μια απίστευτης οξύτητας τσιρίδα! Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι. Όταν η δασκάλα της πρώτης τάξης του 66ου Δημοτικού Σχολείου άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε στο κρεβάτι της, μόνη. Το ξυπνητήρι χτυπούσε ακόμη. Ντύθηκε γρήγορα και έφυγε για το σχολείο και μετά από λίγα λεπτά στο δρόμο και το πρωινό αεράκι είχε ξεχάσει τα πάντα και περνώντας την πόρτα του σχολείου μπήκε στο προαύλιο. Παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε, φώναζαν και γελούσαν. Διέσχισε την αυλή και μπήκε στο κτήριο του σχολείου. Από τον διάδρομο με τις ντουλάπες πήγε κατευθείαν στην τάξη της, που ταν ακόμη άδεια και ήσυχη. Χαμογέλασε και κάθισε στο γραφείο της κοιτάζοντας τις άδειες καρέκλες και τα θρανία, άψογα παραταγμένα, στην θέση τους όπως πάντα. Άφησε μια βαθιά ανάσα ελεύθερη και τράβηξε την καρέκλα της πίσω για να σηκωθεί. «Καλή χρονιά Κυρία», της ευχήθηκε μια φωνή που ερχόταν από χαμηλά. «Καλή χρονιά» βιάστηκε να αντευχηθεί και κοιτάζοντας κάτω, είδε έναν μικρόσωμο κροκόδειλο να της χαμογελά κάτω από την έδρα...
Πίσω, στον μαυροπίνακα, γρατζουνισμένα με κιμωλία και μισοσβησμένα, κάποια γράμματα σχημάτιζαν δυο λέξεις που ίσως να ήταν οι εξής: «Deja Voodoo»
Απολαυστικό μουσικό... «πλιάτσικο»!


Οι Smokey Bandits δεν είναι ακόμα "ένα από τα σύγχρονα ελληνικά συγκροτήματα που πειραματίζονται με τον ηλεκτρονικό ήχο", απεναντίας είναι από αυτούς που μας βγάζουν ασπροπρόσωπους στη διεθνή μουσική σκηνή. Η φιλόδοξη προσπάθειά τους θέλει να αγκαλιάσει (και) την ελληνική παράδοση μέσω μιας σύγχρονης μουσικής διάστασης.
Οι Smokey Bandits είναι ο Δημήτρης Νάσσιος και ο Γιώργος Φωτιάδης, δύο παραγωγοί και συνθέτες που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στην Ελλάδα και θέλουν να αναδείξουν τους ηχητικούς θησαυρούς της. Μαζί τους είναι ο Κώστας Κοπανάρης και ο Νίκος Τουρμπής στα κρουστά, ο Γιάννης Μαρίνος στο τρομπόνι, ο Γιώργος Αβραμίδης στην τρομπέτα και ο Μιχάλης Βρετάς στο βιολί και αυτή είναι η ομάδα που αποδίδει και ζωντανά, στις συναυλίες, τον ήχο των Smokey Bandits.
Στον πρώτο τους δίσκο «Debut» συνεργάστηκαν μαζί τους ο Γιώργος Μπόγιας και ο Πασχάλης Καρβανιάρης στην τρομπέτα, ο Πρόδρομος Καλτσίδης στο ακορντεόν, ο Ορέστης Πάγκαλος στο τρομπόνι, ο Michael Weisberger (μόνιμος συνεργάτης του Milo Z) στο σαξόφωνο, ο Herfried Knapp στο κοντραμπάσο, ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς στην κιθάρα, ο Άκης Χατζησακούλας στην κιθάρα και στο φλάουτο, ο Ορέστης Μπενέκας στο κλαβεσέν και το ηλεκτρικό πιάνο, ο Δημήτρης Αγγελάκης στο βιμπράφωνο, ο Μανώλης Δελότης στον τζουρά, η Τζένη Καπάδαη στα φωνητικά και ο Lopez στο φλάουτο.
Όλη αυτή η κομπανία -ή κολεκτίβα, όπως ορθότερα προτιμούν να ονομάζονται- έχει καταφέρει συνδυάζοντας ήχους που θυμίζουν την Άγρια Δύση και τα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, με άλλους που φέρνουν στο μυαλό εικόνες της Αθήνας της δεκαετίας του ‘50 και τις αντίστοιχες ελληνικές ταινίες, π.χ. με τον Κωνσταντάρα (για να συνεχίσουμε με ανάλογες κινηματογραφικές αναφορές), να δώσουν ένα αμάλγαμα και ταυτόχρονα σταυροδρόμι μουσικών ατραπών που σε κάνουν να νιώθεις ότι επανέρχεσαι στις ρίζες σου, αλλά ακούγοντας απολύτως σύγχρονη μουσική. Το όνομά τους προέρχεται «αρχικά από το γεγονός ότι καπνίζαμε πολύ όταν γράφαμε μουσική με τον Γιώργο. Όσοι μας επισκέπτονταν πάντα έλεγαν «it’s too smokey in here». Και κατά δεύτερον και υποσυνείδητα μάλλον από την ταινία «Smokey And The Bandit» του 1977», μου εξηγεί ο Δημήτρης.
Το «Debut» είναι μία από της καλύτερες ηλεκτρονικές στιγμές της ελληνικής μουσικής σκηνής. Θυμίζει πολύ Calexico, αλλά ταυτόχρονα καταφέρνει να διατηρεί και την ελληνικότητά του, «οι μουσικές μας επιρροές είναι αμιγώς ελληνικές χωρίς να σημαίνει ότι είναι κοντά σε αυτό που ονομάζουμε «λαϊκό». Μιλάω για τις ρίζες της ελληνικής μουσικής και όχι τις ξενόφερτες τουρκο-αραβοϊσραηλινές μελωδίες που κατέκλυσαν την εγχώρια σκηνή. Εμείς θέλαμε να δείξουμε ότι η Ελλάδα μπορεί κι αυτή να δώσει το δικό της προσωπικό ηχόχρωμα στο μουσικό στερέωμα».
Στην ερώτησή μου από πού εμπνέονται τις μελωδίες τους, ο Δημήτρης μου απάντησε: «Για παράδειγμα, το 'Holidays In The Sun' το γράψαμε αφού είδαμε πολλές ελληνικές ταινίες, εμπνευστήκαμε από τις εικόνες της παλιάς Αθήνας αλλά και από τις μουσικές που ακούγονταν σε αυτές αντίστοιχα όταν γράφαμε το 'Subway Hustler' βλέπαμε συνέχεια το 'Casablanca' του Μάικλ Κέρτιζ. Από την άλλη το 'A Son’s Lament' το γράψαμε για - και είναι αφιερωμένο - στον πατέρα του Γιώργου που έφυγε όσο εμείς ετοιμάζαμε αυτόν τον δίσκο».
Οι Smokey Bandits έχουν λάβει διθυραμβικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο και σιγά - σιγά έχουν αρχίσει και τα ελληνικά ΜΜΕ να αντιλαμβάνονται τον αντίκτυπο της προσπάθειάς τους και να τους αφιερώνουν όλο και περισσότερο χρόνο και χώρο. Σίγουρα είναι από τα ελληνικά σχήματα που σύντομα η έδρα τους (ελπίζω όχι και ο ήχος τους) θα μεταφερθεί σε κάποια χώρα του εξωτερικού, η οποία θα εκτιμήσει περισσότερο το ταλέντο τους και θα τους προσφέρει αυτά που αξίζουν. Εκτός αν -όπως δυστυχώς ισχύει και για τόσες άλλες περιπτώσεις και όχι μόνον από τον χώρο της μουσικής- η δική τους χώρα αντί να «φάει τα παιδιά της», όπως το συνηθίζει, κάνει κάτι για να τους κρατήσει...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΑΠΟΘΑΡΑΚΟΣ
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2011
(44)
- ► Δεκεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (9)
- ► Ιανουαρίου (10)
-
►
2010
(57)
- ► Δεκεμβρίου (21)
- ► Σεπτεμβρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (1)
- ► Ιανουαρίου (4)
-
►
2009
(79)
- ► Δεκεμβρίου (5)
- ► Σεπτεμβρίου (4)
- ► Φεβρουαρίου (10)
- ► Ιανουαρίου (13)
-
►
2008
(11)
- ► Δεκεμβρίου (11)