Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

PostHeaderIcon Λίγο πριν το τούνελ, ή ακριβώς μετά


Επιβάτες στο ίδιο τρένο. Στο ίδιο βαγόνι. Εστίασε και άλλο. Καθόμαστε σε διπλανές θέσεις. Κοιτάζουμε στο τίποτα, ή αλλιώς, εγώ αριστερά μου ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο της λερωμένης μοκέτας του διαδρόμου και εκείνη έξω από το παράθυρο, τα χωράφια τα γυμνά από αγελάδες, από πρόβατα και από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να τους προσδώσει κάποιο ενδιαφέρον. Μεγάλη προσπάθεια να μην συναντηθούν τα μάτια μας, όταν εγώ θα ψάξω με το βλέμμα μου για πρόβατα και εκείνη θα καρφώσει τα μάτια της (πράσινα ή καφέ άραγε;) στα χέρια του ελεγκτή που κρατά το εισιτήριο της και ετοιμάζεται να του τρυπήσει το αυτί. Όλη αυτή η ενέργεια που σπαταλούμε για να μην συναντηθούν τα βλέμματα μας, μοιάζει να προέρχεται από έναν φόβο ότι κάτι τραγικό θα συμβεί στην αντίθετη περίπτωση -σπίθες, φωτιά στις λιγδιασμένες κουρτίνες, ή ακόμη και εκτροχιασμός του τρένου.

Κάπου στην μέση του ταξιδιού ζητά συγνώμη χωρίς να με κοιτά και με παρακαλεί να παραμερίσω για να πάει στην τουαλέτα να αυτοκτονήσει. Ρωτώ αν θέλει βοήθεια (όχι γενικά, αλλά ειδικά) (όχι γιατί, αλλά αφού). Χαμογελά γλυκά και αρνείται ευγενικά (μάτια καφέ). Επιμένω, χωρίς να γνωρίζω ακριβώς τον λόγο που το κάνω. Ίσως μου αρέσει κάτι πάνω της. Μπορεί ο τρόπος που είναι ραμμένο το δεύτερο από πάνω κουμπί της ζακέτας της, σφιχτά περασμένη κλωστή, άπειρες φορές, χωρίς σύστημα, αλλά έτσι ώστε το κουμπί να μην μπορούσε να φύγει, ακόμη και αν ήταν μαθητής του Χάρυ Χουντίνι! Τελικά, αναγκάζεται να με αφήσει να την ακολουθήσω.

Στον διάδρομο, ρωτώ πώς σχεδιάζει να το κάνει. Απάντηση μονολεκτική και μάλλον στρογγυλή: «χάπια». Μέσα στην μικρή τουαλέτα ζητώ να δω τα χάπια με τρόπο που δεν φανερώνει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή συναίσθημα. Το ίδιο αδιάφορα βγάζει από την τσέπη και αφήνει στο χέρι μου ένα πλαστικό σωληνάριο, που καθώς κουνιέται παράγει έναν κρουστό ήχο, σαν εισαγωγή σε πένθιμο εμβατήριο που το κυρίως θέμα του ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξεκινά να αναπτύσσεται, με έναν ήχο μπουκωμένο και λευκό.

-«Τι είδους χάπια είναι;» (ανόητη ερώτηση)

-«Δυνατά» (απαθής απάντηση)

-«Εννοώ, τι υποτίθεται ότι θεραπεύουν.»

-«Την ζωή» μικρή παύση, συνεχίζει «με θάνατο.»

-«’Έχεις ξαναδοκιμάσει ποτέ τα συγκεκριμένα;»

-«Όχι, όμως πρέπει να είναι αποτελεσματικά. Ξέρω τρία άτομα που τα δοκίμασαν και δεν επέζησαν για να ισχυριστούν το αντίθετο.»

-«Ήξερες λοιπόν»

-«Ήξερα τι;»

-«Τρία άτομα»

-«Ω, ναι, υποθέτω»

-«Κοίταξε, δεν γνωριζόμαστε αλλά αν δεν σε πείραζε θα ήθελα να με άφηνες να σου δώσω εγώ τα χάπια. Μπορεί να σου φανεί από περίεργο μέχρι άρρωστο, όμως η αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοια περιστατικά εξάπτουν την φαντασία μου και μου προσφέρουν μια ευχαρίστηση, που δεν περιμένω να καταλάβεις τώρα, αλλά δεν πρέπει να σε ενοχλεί κιόλας. Σε παρακαλώ!»

- «Ούτως ή άλλως, το ίδιο μου κάνει». Μάτια στο καπάκι του σωληναρίου, λευκό και στρογγυλό.

-«Ωραία λοιπόν», λέω με έκδηλο ενθουσιασμό, «πόσα λες να χρειάζονται;»

-«Τέσσερα φτάνουν, νομίζω»

-«Θα σου δώσω πέντε, για να είμαστε σίγουροι. Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε το στόμα». Ξεβιδώνω. Πέντε μικρά λευκά βότσαλα στην παλάμη μου. Όπως πλησιάζω το χέρι μου στο πρόσωπο της, την συμβουλεύω «δεν θέλω να τα καταπιείς αμέσως. Κράτησε τα για λίγο στο στόμα σου και μετά άφησε τα να κυλήσουν κάτω».

-«Εντάξει»

Στη συνέχεια τα αφήνω να πέσουν χωρίς θόρυβο στην γλώσσα της. Τα κρατά για λίγο εκεί και ακούω να χτυπούν μεταξύ τους και πάνω στα λευκά της δόντια. «Περίεργο, αλλά έχουν γεύση δυόσμο

-«Ναι, ε; Όχι μόνο σκοτώνουν, αλλά χαρίζουν και δροσερή αναπνοή!»

Καταπίνει. Ανοίγει τα μάτια της, με κοιτά πλαγίως, χαμογελά και λέει –«τα άλλαξες με καραμέλες, έτσι δεν είναι;»

Χαμογελώ επίσης.

-«Όχι καλή μου, θα πεθάνεις σε λίγο»

-«Α, σκέφτηκα ότι…» χαμόγελο που σβήνει, καθώς βγαίνω από την τουαλέτα, νιώθοντας τα καφέ της μάτια στην πλάτη μου.

Διασχίζοντας αργά τον διάδρομο επιστρέφω στο κουπέ και κάθομαι ευχαριστημένος στη θέση μου. Μετά μετατοπίζω το σώμα μου στην διπλανή θέση. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο βλέπω το τοπίο, αδιάφορο και πανομοιότυπο κάθε λεπτό που περνά. Μοιάζει να είναι αυτό που κινείται καθώς το τρένο στέκεται ακίνητο, με έναν μηχανικό τρόπο παρόμοιο με εκείνον που χρησιμοποιούσαν κάποτε στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Μισοκλείνω τα μάτια και προσπαθώ να αποφασίσω: αν είχα 10 πρόβατα και 10 αγελάδες σε ποια σημεία θα τα τοποθετούσα; Φυσώντας την ανάσσα μου ζεστή στο τζάμι το θαμπώνω. Αυτό που εμφανίζεται αχνά στην λεία επιφάνεια και προβάλλεται πάνω στο διαρκώς επαναλαμβανόμενο τοπίο είναι δύο λέξεις: Deja Voodoo

www.tripradio.gr


Achilles

website

Listen (via e-radio)