Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011
Εξαγωγές
6:48 μ.μ. | Αναρτήθηκε από
AnnaKonda
Ενώ έστριβε το κλειδί για να ανοίξει την εξώπορτα του οδοντιατρείου του, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πέρασε από το μυαλό του, σαν ταινία μήκους 10 δευτερολέπτων κολλημένη στο repeat, αυτό που θα έβλεπε αν βρισκόταν στην παιδική χαρά απέναντι από το πατρικό του σπίτι και στριφογύριζε στο αγαπημένο του παιχνίδι, το «γύρω-γύρω-όλοι». Είδε, για ένα τέταρτο του λεπτού περίπου, μια φευγαλέα επαναλαμβανόμενη άποψη του σπιτιού όπου είχε μεγαλώσει, των γειτονικών κτηρίων και των δρόμων που εφευγαν μακριά. Η αναπαραγωγή της σκηνής διακόπηκε όταν τράβηξε το κλειδί από την κλειδαριά και έσπρωξε την πόρτα. Αυτό που του εμεινε για λίγο ακόμη ήταν μια περίεργη αίσθηση ναυτίας.
Πέρασε από το μικρό χωλ στο δωμάτιο αναμονής των επισκεπτών και δίπλα από του άδειους μαύρους δερμάτινους καναπέδες, τους οποίους ποτέ δεν συμπαθήσε, αλλά αγόρασε πεπεισμένος ότι είναι απαραίτητοι σε ένα ιατρείο όσο τα Gargoyles σε έναν γοτθικού ρυθμού ναό. Έπειτα μπήκε στο κυρίως ιατρείο. Το φως της ημέρας γλιστρούσε μέσα στο δωμάτιο σε λεπτές φέτες και και μόλις σήκωσε τις κλειστές γρύλιες τελείως, οι ακτίνες του Ήλιου έσκασαν με δύναμη πάνω στα πεντακάθαρα λευκά πλακάκια λούζοντας τα πάντα: τους τοιχους με τους καλόγουστους αλλα μάλλον συντηρητικούς πίνακες ζωγραφικής, την μπεζ οδοντιατρική καρέκλα και το γραφείο με την αναπαυτική πολυθρόνα του με τα ροδάκια. Πάνω στο γραφείο, ανάμεσα στην ατζέντα των ραντεβού και την γκρίζα τηλεφωνική συσκευή, ο οδοντίατρος αντίκρυσε με έκπληξη μια μικρή μαύρη γλάστρα που δεν είχε ξαναδει στη ζωή του.
Μέσα στην γλάστρα βρίσκοταν ένα αλλόκοτο στην όψη και μικρό σε μέγεθος εξωτικο φυτό. Το χρώμα του ήταν πηχτό πράσινο και δεν έμοιαζε με οτιδήποτε γνώριζε. Τα σαρκώδη μυτερά και στραμμένα προς τα πάνω φύλλα του, ξεκινούσαν κατευθείαν από το χώμα και άνοιγαν προς τα έξω δημιουργώντας έναν εσωτερικό μικρό θάλαμο σκούρου κόκκινου χρώματος. Στο κέντρο της κοιλότητας βρισκόταν ένα κλειστό μαυροκόκκινο άνθος σε σχήμα και μέγεθος αυγού, το οποίο διέτρεχαν νευρώσεις όπως αυτές που έχει ένα λάχανο. Όση ώρα το περιεργαζόταν, προσπαθούσε να καταλάβει πως βρέθηκε εκεί. Αγωνιζόταν να θυμηθεί αν του το είχε φέρει κάποιος ασθενής, αν το έβαλε εκεί η κυρία που καθάριζε το ιατρείο, ή ακόμη και αν του το είχαν στείλει από το ανθοπωλείο την Παρασκευη το βράδυ, πριν κλείσει και το είχε αφήσει εκεί αφηρημένος όπως συνήθως, χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά. Τελικά αποφάσισε ότι δεν είχε και τόση σημασία.
Ο ήχος απο το κουδούνι (ψυχρός και μακρόσυρτος) και η άφιξη του πρώτου ραντεβού της ημέρας (χοντρός και μεσήλικας) τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Μέχρι το μεσημέρι οι ασθενείς διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σε ρυθμό που δεν επέτρεπε στην επικλινή πολυθρόνα να κρυώσει. Με προσοχή εξέταζε τα στόματα που έμεναν ανοιχτά μπροστά του, παραδομένα. Στο μυαλό του, ο μικρός χώρος στον οποίον εργαζόταν με τα λεπτοκαμωμένα εργαλεία του, αποσυνδεόταν από τον υπόλοιπο ασθενή και γινονταν ατελιέ. Με το λεπτό του χέρι σταθερό σκάλιζε χαλασμένα δόντια με μικροσκοπικές τρύπες. Σφράγιζε και σχημάτιζε τέλεια τα δόντια σαν γλύπτης. Στις πιο δύσκολες περιπτώσεις, με τη σοβαρότητα εκτελεστή και την επιδεξιότητα πυροτεχνουργού, έκανε τις κατάλληλες τομές και έδινε λύσεις σε οδοντικούς γρίφους που προκαλούσαν τις ικανότητες και τον επαγγελματικό του εγωισμό.
Αργά το μεσημέρι, όταν και ο τελευταίος ασθενής έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του, έμεινε μόνος. Κάθισε κουρασμένος στην καρέκλα του γραφείου του, ξεκούμπωσε τη λευκή του ποδιά και έστριψε αργά ένα τσιγάρο. Με την πρώτη ρουφηξιά καπνού, εστίασε στο φυτό που βρίσκονταν μπροστά του. Για άλλη μια φορά τα μάτια του έτρεξαν πάνω στο παράξενο σχήμα του και οι σκέψεις του ακόμη πιο μακριά, σε υποχρεώσεις, προγράμματα και ανάγκες που μπορούσαν να περιμένουν. Όταν η τελευταία ανάσσα καπνού διαλυθηκε στον αέρα, σηκώθηκε, τακτοποίησε τα εργαλεία του, έβαλε στον κλίβανο εκείνα που χρειάζοταν αποστείρωση και ετοιμάστηκε για να φύγει, αφού τα απογεύματα της Δευτέρας το ιατρείο έμενε κλειστό. Πριν βγεί από το δωμάτιο πήρε από το γραφείο και την γλάστρα με το φυτό.
Στο σπίτι, τον περίμενε η σιωπή ενός άδειου διαμερίσματος. Η ίδια σιωπή που είχε αφήσει το πρωί όταν ξεκίνησε για την δουλειά. Άφησε την γλάστρα στο σαλόνι σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, έβαλε ένα cd να παίζει στο στερεοφωνικό. Ξεντύθηκε και αφού ζέστανε κάτι στον φούρνο μικροκυμάτων κάθησε στο τραπέζι και έφαγε, μόνος όπως συνήθως, κοιτάζοντας ασυναίσθητα απέναντι τη γλάστρα και τον ένοικο της, όση ώρα διεκπεραίωνε την υποχρέωση προς το άδειο του στομάχι.
Οι επόμενες εβδομάδες πέρασαν πολύ γρήγορα. Εκείνος πηγαινοερχόταν από το σπίτι στο ιατρείο, συναντούσε τους ίδιους ανθρώπους καθημερινά με τους οποίους επαναλάμβανε μια άτυπη χορογραφία-χαιρετισμό όπου όλοι ήταν «Πολύ καλά, ευχαριστώ, εσείς πως είστε», οι ασθενείς έφταναν στο ιατρείο του για να χάσουν την ιδιότητα του ασθενή, και όλα κυλούσαν όπως συνηθίζουν συνήθως να κυλούν, δηλαδη γεμάτα από τα συνηθισμένα και άδεια από όλα τα υπόλοιπα. Το εξωτικό φυτό πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού ήταν ίσως το μόνο που άλλαζε. Αθόρυβα και υπομονετικά. Παρά το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του δεν ασχολήθηκε ποτέ να το ποτίσει, όσο οι μέρες περνούσαν, το χρώμα του σκούραινε και το μαυροκόκκινο άνθος στο κέντρο του μεγάλωνε. Εκείνος, από τη στιγμή που το είχε ενσωματώσει στην καθημερινότητα του, σκονισμένη όσο το διαμέρισμα στο οποίο έμενε, το είχε ξεχάσει, ή καλύτερα είχε αποδεχτεί την ύπαρξη του με τον ιδιο τρόπο που είχε αποδεχτεί την ύπαρξη των κάδρων γύρω από τους πίνακες. Περνούσε δίπλα από τη μικρή μαύρη γλαστρα καθημερινά, χωρίς να αναρωτηθεί ούτε μια φορά για το πως επιβίωνε τόσο καιρό χωρίς την παραμικρή φροντίδα, χωρίς να την ξαναδεί, παρά το γεγονός ότι την κοίταζε.
Εκείνο το βράδυ του Μαΐου, μήνες μετά, αν είχε ρίξει μια ματιά στο λουλούδι από κοντά, μπορεί και να είχε καταλάβει κάτι. Ήταν έτοιμο να ανοίξει. Πέρασε δίπλα από τη γλάστρα, για άλλη μια φορά και πήγε να ξαπλώσει στην κρεβατοκάμαρα. Ξύπνησε αρκετή ώρα πριν το ξημέρωμα. Μόλις συνηδητοποίησε ότι δεν κοιμάται πια ένιωσε το στόμα του γεμάτο από κάτι. Για δυο δευτερολεπτα ανακάτεψε με τη γλώσσα του πολλά μικρά βοτσαλα που κολυμπούσαν σε μια πηχτή θάλασσα και κουδούνισαν μουντα καθώς τρίβονταν μεταξύ τους. Του ήρθε στο μισοκοιμισμένο του μυαλό ο ρήτορας Δημοσθένης. Έντρομος, τινάχτηκε πάνω και έτρεξε στο μπάνιο που φωτιζόταν μπλέ από τα φώτα του δρόμου. Εκεί έσκυψε πάνω από τον νιπτήρα και έφτυσε μέσα στα χέρια του 32 λευκά δόντια ολόκληρα, με τις ρίζες τους. Ούτε ίχνος από αίμα. Ούτε ίχνος πόνου. Κρατώντας σε τρεμαμενες χούφτες τα ίδια του τα δόντια είδε στον καθρέπτη το πρόσωπο του παραμορφωμένο και άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει. Βγήκε απο το μπάνιο παραπατώντας και με τα χέρια του γεμάτα από κοπτήρες, κυνόδοντες, γόμφιους και προγόμφιους που εξακολουθούσαν να του ανήκουν. Ταυτόχρονα έψαχνε μανιασμένα με την γλώσσα τα μαλακά ούλα, χωρίς να βρίσκει τίποτα εκεί. Το θολό βλέμμα του έπεσε στο φυτό δίπλα στο παράθυρο, το οποίο φωτιζόταν από έξω. Το άνθος είχε υπερυψωθεί και είχε ανοίξει. Πλησίασε τρεκλίζοντας. Στο μπλε νυχτερινό φως είδε το λουλούδι τελείως ανοιχτό. Περιμετρικά, καλά στερεωμένα στα ανοιχτά κοκκινα πέταλα αντίκρυσε 32 τέλεια σχηματισμένα δόντια που έκαναν το λουλούδι να μοιάζει με ένα απολυτα φυσιολογικο ανθρώπινο στόμα. Οι χούφτες του χαλάρωσαν και αυτά που κρατούσε έπεσαν στο πάτωμα και σκόρπισαν προς κάθε κατεύθυνση σαν χάντρες.
Έμεινε παγωμένος στην ίδια θέση να κοιτάζει με στεγνά ματια το τερατώδες εκείνο θέαμα, ανίκανος να κάνει την παραμικρή σκέψη ή κίνηση. Λίγες ώρες μετά άρχισε να ξημερώνει. Οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου έπεσαν πάνω στο φυτό και το άνθος άρχισε να κλείνει με νωχελικές συσπάσεις, μοιάζοντας ακομη περισσότερο λόγω της κίνησης, με ανθρώπινο στόμα. Όταν είχε πια ξημερώσει τελείως, ήταν τελείως κλειστό είχε μικρύνει και έμοιαζε όπως όταν το είχε πρωτοαντικρύσει πάνω στο γραφείο του, κάποιο μακρινό πρωινό Δευτέρας. Πήρε την γλάστρα στα χέρια του ξεκλείδωσε την εξώπορτα και βγήκε στον δρόμο.
Το ξυπνητήρι ακούστηκε να χτυπά δαιμονισμένα, ρυθμισμένο πάντα στην ώρα που έπρεπε να σηκωθεί για να πάει στη δουλειά. Ο ήχος, ευπρόσδεκτος όσο τίποτα άλλο, ερχόταν να διαλύσει έναν απαίσιο εφιάλτη. Το ξυπνητήρι χτυπούσε σε ένα άδειο υπνοδωμάτιο. Εκείνος, έξω, αγκαλιά με μια μικρή μαύρη γλάστρα, περπατούσε προς ένα άγνωστο σημείο της πόλης, φορώντας τις πυτζάμες και τις παντόφλες του. Τίποτα δεν ήταν πιο αληθινό από αυτό και από το πρωινό ανοιξιάτικο αεράκι που του χάιδευε το πρόσωπο...
Σε έναν κάδο σκουπιδιών, στη άκρη του δρόμου, μια γάτα έσκιζε με τα νύχια της μια μια πλαστική σακούλα, απομακρύνοντας τις δυο λέξεις που ήταν τυπωμένες στην λεπτή νάυλον επιφάνεια και δήλωναν: “Deja Voodoo”
Achilles
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2012
(1)
- ► Ιανουαρίου (1)
-
▼
2011
(44)
- ► Δεκεμβρίου (1)
-
▼
Φεβρουαρίου
(9)
- Playlist of Music Saves My Soul:Όλα έιναι Δρόμος 2...
- Όλα είναι δρόμος...
- Ένα διαφορετικό ηχητικό "ταξίδι" στα -διαδικτυακά-...
- Strange Birds
- Αγάπη Μέρος Α΄ Η 14η Φεβρουαρίου ήταν μια ξεχωρι...
- 53rd Annual GRAMMY Awards.Arcade Fire/Best Album A...
- Music Saves My Soul One Year on AIR @Tripradio Gr
- Playlist of Music Saves My Soul:11.02.2011 @ Tripr...
- Εξαγωγές
- ► Ιανουαρίου (10)
-
►
2010
(57)
- ► Δεκεμβρίου (21)
- ► Σεπτεμβρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (1)
- ► Ιανουαρίου (4)
-
►
2009
(79)
- ► Δεκεμβρίου (5)
- ► Σεπτεμβρίου (4)
- ► Φεβρουαρίου (10)
- ► Ιανουαρίου (13)
-
►
2008
(11)
- ► Δεκεμβρίου (11)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου