Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

PostHeaderIcon Ψυχαναδειάζοντας ένα τασάκι


Ένα μελαμψό ξύλινο τασάκι, φίνο δείγμα γνήσιας λαϊκής τέχνης, φτιαγμένο σε ένα αποστειρωμένο εργοστάσιο της Άπω Ανατολής και αγορασμένο σε μια υπαίθρια αγορά της Ιστανμπούλ, σκουπίζει τα πόδια του για πεντηκοστή ένατη φορά σε ένα τραχύ γκρίζο χαλάκι, μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Διακόπτει το εξηκοστό σκούπισμα στη μέση. Κρατά τα μάτια του σφιχτά για όσο διαρκεί η βαθειά ανάσα που παίρνει και εκπνέοντας χτυπά το κουδούνι. Ακούγεται ένας ήχος μεταλλικός και ψυχρός σαν βρεγμένο πέλμα πιγκουΐνου. Περιμένοντας, διαβάζει ξανά αυτό που είναι γραμμένο στην χρυσόχρωμη πλακέτα στον τοίχο, δίπλα από την πόρτα: «Dr. Σιγκμούνδος Γκριλ, Ψυχαναλυτής». Δώδεκα αναγνώσεις αργότερα, την πόρτα ανοίγει μια εντυπωσιακά παχύσαρκη γυναίκα. Είναι ντυμένη με ένα τεράστιο μακρύ πράσινο φόρεμα με διάσπαρτα τυπωμένα πάνω του αμέτρητα μικροσκοπικά λουλούδια διαφόρων χρωμάτων. Στο δεξί της πόδι είναι γαντζωμένο με το αριστερό του χέρι ένα πιτσιρίκι, το οποίο έχει σφηνωμένο στο δεξί του ρουθούνι τον δείκτη του ελεύθερου του χεριού. Το συμπλεγμά γυναίκας-παιδιού παραμερίζει, κλείνεί την πόρτα και ενημερώνει πως «ο γιατρός είναι έτοιμος να δεχτεί τον κύριο».

Μπαίνοντας στο γραφείο, το τασάκι με τα ανατολίτικα σχέδια στο πλάι του, αντικρύζει για πρώτη φορά τον θεραπευτή, ο οποίος είναι ντυμένος με μια πορτοκαλί φόρμα εργασίας και φοράει στο κεφάλι του ένα πλαστικό κράνος με φακό, μοιαζοντας απόλυτα, παρά το περιποιημένο γενάκι του και τα στρόγγυλα γυαλιά με τον χρυσό σκελετό, με εργάτη των ορυχείων. Ο επισκέπτης σκέφτεται αμέσως ότι ο γιατρός επέλεξε αυτή την παράξενη αμφίεση, πιθανότατα, επειδή, σαν άλλος ανθρακωρύχος, σκάβει βαθιά για να ανακαλύψει, όχι ορυκτά στα σπλάχνα της γης, αλλά προβλήματα και αίτια κρυμμένα στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής. Οι συνειρμοί του διακόπτονται από τον Dr Γκριλ, ο οποίος με απολογητικό ύφος αποκαλύπτει ότι είχε πέσει θύμα ενός λάθος που συνέβη στο καθαριστήριο και εκφράζει μάλιστα την βεβαιότητα ότι την ίδια στιγμή που μιλάνε κάποιος δούλευει την αξίνα φορώντας το μπλέ κασμιρένιο κουστούμι του.

Ο ασθενής ξαπλώνει στον δερμάτινο καναπέ που του υποδεικνύεται και αρχίζει να μιλά με μια φωνή βραχνή και μπάσα, που φέρνει στο μυαλό χρόνια βρογχίτιδα, η τα τραγούδια του Tom Waits. «Δεν ξέρω για πόσο ακόμη μπορώ να αντέξω, γιατρέ. Αυτή η ζωή με σκοτώνει. Το σώμα μου είναι γεμάτο πληγές και εγκαύματα, δείτε και μόνος σας! Δεν δείχνουν κανένα είδους οίκτο! Κυριολεκτικά μαρτυρώ όποτε έχουν στεναχώριες και προσπαθούν να τις ξεχάσουν. Δεν ξέρω αν καταφέρονουν κάτι, εγώ πάντως δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα. Δεν είναι μόνο ο πόνος από το κάψιμο που νιώθω. Είναι σαν τα προβλήματα τους να ποτίζουν στο απομεινάρι του τσιγάρου τους και να καταλήγουν πάνω μου. Φορτώνομαι με τις αμαρτίες και τις τύψεις τους. Την πληρώνω ακόμη και για τις γιορτές και τα πάρτυ τους, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα! Κάποιες φορές κάνουν έρωτα, τους ακούω γεμάτους πάθος να εκστασιάζονται, να εκφράζουν την αγάπη τους με λέξεις, μουγκρητά και χυμούς και μετά, όταν η θύελλα κοπάσει, νιώθω πάνω μου στάχτη που προδίδει ανασφάλεια, κενότητα και μερικές φορές ακόμη και μίσος!».

«Τη νύχτα, συνεχίζει καταβεβλημένο το τασάκι, αφού και το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας έχει σβηστεί πάνω στο κορμί μου, όταν και η τελευταία πνοή καπνού έχει διαλυθεί στον αέρα του δωματίου, μένω μόνος μου, γεμάτος συνήθως μέχρι το λαιμό με ότι έχει απομείνει από καμμένο καπνό, χαρτί και στραπατσαριμένα φίλτρα. Δεν μπορώ ούτε να κλάψω για να ξαλαφρώσω. Αν το έκανα, αν έκλαιγα γιά ότι με πονά, είμαι σίγουρος ότι θα σχηματιζόταν μέσα μου μια μαύρη λίμνη και εκεί θα κολυμπούσαν, σαν πεινασμένοι καρχαρίες, οι βρώμικες σκέψεις των ανθρώπων αυτών. Τον τελευταίο καιρό, είναι αδύνατο, έστω και για λίγο, να κοιμηθώ! Είμαι συνεχώς σε υπερένταση και περνάω τις νύχτες ξάγρυπνος, με συντροφιά αλλότριες εμμονές. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο έτσι! Σας παρακαλώ, γιατρέ, βοηθείστε με!»

Εκείνος, κοιτάζει σκεπτικός τις σημειώσεις, που με σταθερό επαγγελματισμό κρατούσε όση ώρα άκουγε την εξομολόγηση. Στηρίζει το τριχωτό του πηγούνι στην κλειστή του γροθιά και τον αγκώνα του στο μπράτσο της ειδικής ψυχαναλυτικής του πολυθρόνας και δείχνοντας βαθύτατα προβληματισμένος καθώς προσπαθεί να συγκεντρωθει, ρώτά τον ασθενή του: «Σας πειράζει να ανάψω ένα τσιγάρο?».

Achilles

website

Listen (via e-radio)

Αρχειοθήκη ιστολογίου