Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

PostHeaderIcon Πλατειασμοί


Του άρεσε να πηγαίνει στην πλατεία, αργά το βράδυ, να κάθεται σε ένα παγκάκι και να μένει εκεί, μόνος, μέχρι το ξημέρωμα.


Η πλατεία: τετράγωνος άδειος χώρος στο κέντρο της γεμάτης πόλης, στρωμένος με πλάκες -κάποτε λευκές, τώρα υποκίτρινες- με ένα άγαλμα στο κέντρο σαν χάλκινο κατάρτι και παλιά ξύλινα παγκάκια γύρω - γύρω, διάτρητα τείχη αμφίβολης αναπαυτικότητας. Η πλατεία χαρακτηριζόταν κυρίως από αυτό που δεν ήταν (δεν ήταν πολυκατοικία, γήπεδο, εμπορικό κέντρο, λίμνη, όμορφη). Αν την παρατηρούσες από μεγάλο ύψος προκαλούσε την ίδια εντύπωση με τη θέα της κενής θέσης ενός και μόνο σπυριού σε ένα βραστό καλαμπόκι. Η συγκεκριμένη πλατεία ήταν το αποτέλεσμα μισής καλής πρόθεσης.


Αυτός: έφτανε καθημερινά με βήμα αργό από την ίδια πάντα πλευρά του υποκίτρινου τετραγώνου, όταν οι υπόλοιποι επισκέπτες άρχιζαν να αποχωρούν. Οι άλλοι επέστρεφαν στις οικογένειες, στους φίλους, ή στις δουλειές τους. Εκείνος παρέμενε. Ίσως επειδή δεν είχε οικογένεια, ή φίλους, ή δουλειές. Σε κάποιους, που τόλμησαν να τον πλησιάσουν και να τον ρωτήσουν, είπε πως το έκανε επειδή δεν μπορούσε να αφήσει την πλατεία εντελώς μόνη, απολύτως άδεια. Ήταν ένα περίεργο αίσθημα αλληλεγγύης, μονόπλευρης στην πραγματικότητα (άρα όχι αλληλεγγύης), από το οποίο του ήταν αδύνατο φαινομενικά να ξεφύγει.


Καθόταν σε ένα συγκεκριμένο παγκάκι, απέναντι από το άγαλμα του άγνωστου κουστουμαρισμένου επιφανή πολίτη που έστεκε όρθιο στο σημείο που ενώνονταν οι νοητές διαγώνιες του τετραγώνου. Το άγαλμα: αγέρωχο και στολισμένο, από την κορυφή του φαλακρού του κεφαλιού μέχρι τα χάλκινα κορδόνια των χάλκινων παπουτσιών του, με τα δείγματα της εκτίμησης των περιστεριών της πόλης. Ορισμένοι γείτονες οι οποίοι περνούσαν τακτικά από κει, είχαν προσέξει ότι περιστασιακά, ενώ το στόμα του άνδρα κινούνταν, το βλέμμα του στρεφόταν στο παγωμένο μεταλλικό πρόσωπο με τα απογυμνωμένα από κόρες μάτια και υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος καθόταν και μιλούσε στο άγαλμα. Είναι όντως ευκολότερο να μιλάς μόνος σου κοιτάζοντας ένα πρόσωπο (από χαλκό ή σάρκα). Ωστόσο, εκείνος, κάποια ατελείωτα βράδια, με φωνή τόσο ήρεμη που, αν ήταν ποτάμι, θα καθρεπτιζόταν πάνω της ανέγγιχτο το φεγγάρι, απευθυνόταν στην πλατεία και σε κανέναν άλλο. Μοιραζόταν τις σκέψεις του και σκορπούσε τις αναμνήσεις του τριγύρω χωρίς να περιμένει καμία απόκριση.


Ήταν εκεί όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεφταν και σαν νύχια φωτός έξυναν τα φθαρμένα πλακάκια και οι πρώτοι πρωινοί άνθρωποι εμφανίζονταν στη πλατεία και την διέσχιζαν με γοργό βήμα για να πάνε στις δουλειές τους. Οι πιο παρατηρητικοί και καλοκουρδισμένοι περαστικοί βεβαιώνονταν, από συνήθεια μάλλον παρά από ενδιαφέρον, ότι ο παράξενος εκείνος τύπος είχε περάσει και το προηγούμενο βράδυ στο παγκάκι του. Στη συνέχεια απομακρύνονταν κουνώντας το κεφάλι, έχοντας επαληθεύσει τις προσδοκίες τους και νιώθοντας για κάποιο λόγο περισσότερο ασφαλείς. Τότε, όταν η πόλη ξεκινούσε να παίρνει στροφές, εκείνος ένιωθε ότι το καθήκον του είχε επιτελεστεί. Σηκωνόταν με αργές κινήσεις από το παγκάκι του, έστρωνε το παντελόνι του και έφευγε προς μια άγνωστη κατεύθυνση, στα σπλάχνα της πόλης.


Ίσως να ήταν η αίσθηση κάποιας ανεξήγητης αποστολής, ή χρησιμότητας αυτό που τον κρατούσε εκεί. Η πλατεία δεν μπορώ να γνωρίζω αν τον ευχαρίστησε και δεν είμαι σίγουρος αν άντεχε κιόλας την ολονύκτια μουρμούρα του. Εκείνη, υπέμενε σιωπηλή, μάρτυρας λόγων που κανείς άλλος δεν άκουγε. Μπορεί ο λόγος που έμενε μαζί της να ήταν η αίσθηση της εμπιστοσύνης που του μετέδιδε, ή το ότι ήταν πάντα εκεί για αυτόν. Ίσως να χρειαζόταν κάποιον να τον ακούει, ή να πιστεύει ότι κάποιος τον ακούει. Ίσως να μην ήθελε κανέναν να του αντιμιλά, ή να τον διακόπτει. Εννοείται ότι μπορεί όντως η πλατεία να συζητούσε μαζί του, αλλά, από τη στιγμή που κανείς άλλος δεν βρέθηκε ποτέ τόσο κοντά για να το βεβαιώσει, όλοι να δέχτηκαν το αντίθετο. Αν υποθέσουμε ότι λάμβανε χώρα πραγματική συνομιλία ανάμεσα στις δύο πλευρές, τότε θα ήταν λογικό αυτή να διακοπτόταν απότομα και συνωμοτικά μόλις κάποιος πλησίαζε. Αν δεχτούμε, από την άλλη, ότι υπάρχει αληθινά μόνο αυτό που βλέπουμε και ακούμε, τότε σύμφωνα με τα λίγα που γνωρίζουμε τουλάχιστον, θα είχαμε στην περίπτωση του ανθρώπου αυτού και της πλατείας μια σχέση τίμια, όπου η σιωπή θα δήλωνε από πλήρη κατανόηση και σε κάποιες περιπτώσεις αποδοχή, μέχρι άρνηση και απόρριψη. Θα επρόκειτο τότε για σχέση που, στο μάτι του σκεπτικιστή, θα παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με την θρησκευτική πίστη.


Την αλήθεια, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Ένα πρωί, τον βρήκαν παγωμένο, σε καθιστή θέση, στο παγκάκι όπου τα τελευταία 10 χρόνια περνούσε τα βράδια του. Η αιτία του θανάτου του άγνωστη, όπως και ο προορισμός του. Στα χέρια του κρατούσε ένα σπυρί καλαμποκιού. Οι τσέπες του ήταν άδειες. Κάποιοι περίοικοι που γνώριζαν την συνήθεια του και τον είχαν συνδέσει στο μυαλό τους με τον χώρο, συγκινήθηκαν από την απουσία του και συνέταξαν επιστολές, τις οποίες έστειλαν στον Δήμαρχο, ώστε η πλατεία να πάρει το όνομα του πιστού φύλακα άγγελου της. Ο Δήμαρχος δέχτηκε. Δυστυχώς, το σχέδιο ναυάγησε επειδή κανένας δεν γνώριζε το όνομα του, ή οτιδήποτε άλλο για αυτόν, πέρα από το ότι του άρεσε να πηγαίνει στην πλατεία, αργά το βράδυ, να κάθεται σε ένα παγκάκι και να μένει εκεί, μόνος, μέχρι το ξημέρωμα.

Στο πίσω μέρος της ράχης του ξύλινου παγκακίου, χαραγμένες με ένα παλιό κλειδί βρίσκονται δυο λέξεις. Σκύβοντας και πλησιάζοντας τα μάτια μας κοντά διαβάζουμε: «Ψάξε αλλού». Απομακρυνόμαστε από την πλατεία ελαφρώς απογοητευμένοι..

www.tripradio.gr


Achilles

website

Listen (via e-radio)