Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

PostHeaderIcon Παραλογιστικό γραφείο


Ο πρωινός αέρας, δροσερός και με τη μυρωδιά της νύχτας ακόμη στην ανάσα του, γλιστρούσε πάνω στο πρόσωπο του Λογιστή διώχνοντας από τα βλέφαρα του τα τελευταία κομμάτια ύπνου που είχαν σκαλώσει εκεί. Περπατώντας μηχανικά, όπως κάθε πρωί, κατευθυνόταν προς το γραφείο του σε ένα τσιμεντένιο κτήριο στο κέντρο μιας τσιμεντένιας πολυκατοικίας. Αν κάθε φορά που έκανε τη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά και αντίστροφα άφηνε πίσω του, σαν σαλιγκάρι ας πούμε, ένα κόκκινο ίχνος, σήμερα, 35 χρόνια εργασίας μετά (μείον σαββατοκύριακα, άδειες και επίσημες αργίες), αυτό που θα βλέπαμε στο δρόμο θα ήταν μια μοναδική γραμμή κόκκινου λογιστικού σάλιου. Μια γραμμή που θα μπορούσε άνετα να ανήκει σε ένα από τα βιβλία που με θρησκευτική ευλάβεια τηρούσε και έκλεινε με αξιοσημείωτη ακρίβεια στο τέλος κάθε μήνα, συμφωνώντας πάντα τα νούμερα με τα νούμερα και τις καταστάσεις με άλλες καταστάσεις. Με σταθερό βήμα έφτασε στην παλιά πέτρινη γέφυρα και ξεκίνησε να τη διασχίζει περνώντας πάνω από το ποτάμι , το όνομα του οποίου ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει. Κάπου στη μέση της γέφυρας, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε στο στήθος έναν έντονο πόνο που απλώθηκε με ταχύτητα κεραυνού στους ώμους και τα χέρια του, μουδιάζοντας το σαγόνι του και κόβοντας του την αναπνοή. Με λυγισμένα γόνατα, παραπατώντας, πλησίασε και στηρίχτηκε στην κουπαστή της γέφυρας, προσπαθώντας να επαναφέρει την άνασσα του στον φυσιολογικό της ρυθμό. Γέρνοντας πάνω από το ήρεμο νερό είδε να αντανακλάται εκεί το πρόσωπο του παραμορφωμένο από μια έκφραση που ισορροπούσε μεταξύ πόνου και τρόμου. Οι ρυτίδες στο πρόσωπο του άρχισαν να μπλέκονται με τις αδιόρατες ρυτίδες στην επιφάνεια του νερού και τη στιγμή που ασυναίσθητα ξεκίνησε να μετρά αυλάκια στο μέτωπο του, έχασε τις αισθήσεις του.


Όταν άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν στο τιμόνι μιας Ford του 1956 χρώματος φυστικί, παρκαρισμένης στο κέντρο ενός τεράστιου λιβαδιού γεμάτου με μικρά κίτρινα λουλούδια. Αν και ο Ήλιος δεν φαινόταν πουθενά, όλα ήταν λουσμένα στο φως. Στο βάθος του ορίζοντα, το κίτρινο της γης ενώνονταν με το γαλάζιο ενός ουρανού τόσου γυμνού από σύννεφα που θα πρεπε να ντρέπεται. Έμεινε για μερικά λεπτά μέσα στην απόλυτη σιωπή του τοπίου, με τα χέρια γαντζωμένα στο τιμόνι, να κοιτάζει έξω από το παρμπρίζ, με τη ζώνη ασφαλείας φορεμένη, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. Κοιτάζοντας τα ρούχα του σχεδόν τρόμαξε. Φορούσε χαβανέζικες βερμούδες με κυρίαρχα χρώματα το κόκκινο και το ροζ σε λευκό φόντο, πορτοκαλί πλαστικες σαγιονάρες στα πόδια, μαύρο επίσημο σακάκι με 3 κουμπιά, λευκό πουκάμισο και μια μαύρη γραβάτα διάστικτη με καλοσχηματισμένα κίτρινα άνθη στο μέγεθος πινέζας. Ενστικτωδώς έψαξε τις τσέπες του σακακιού και στην μέσα δεξιά τσέπη δεν βρήκε τίποτα. Αυτό του φάνηκε περίεργο, επειδή τη μέσα δεξιά τσέπη του σακακιού του, όντως, δεν τη χρησιμοποιούσε ποτέ. Θα μπορούσε άραγε να σημαίνει αυτό ότι και τα υπόλοιπα, όντως συνέβαιναν; Λύνοντας τη ζώνη ασφαλείας τεντώθηκε και άνοιξε το ντουλαπάκι μπροστά στην άδεια θέση του συνοδηγού. Από μέσα έβγαλε ένα πλαστικό κουτί στο μέγεθος, το σχήμα και το χρώμα ροδάκινου, με συνθετικό χνούδι κολλημένο πάνω του. Το κούνησε κοντά στο αυτί του και στη συνέχεια το άνοιξε για να ανακαλύψει ότι περιείχε ένα γυαλιστερό κλειδί αυτοκινήτου. Αφού στριφογύρισε το κλειδί στα δάκτυλα του 5-6 φορές, το έβαλε στη μίζα της Ford, πήρε μια βαθειά ανάσα και το γύρισε. Αντί για ήχο μηχανής που μουγκρίζει καθώς παίρνει μπρος άκουσε κάτι σαν ξεκλείδωμα και αμέσως το καπό του αυτοκινήτου άνοιξε και τινάχτηκε προς τα πάνω, μένοντας έτσι ανοιχτό σαν νεοσσός που περιμένει να τον ταΐσουν.


Διστακτικά, ο Λογιστής κατέβηκε από το φυστικί όχημα και με τα χέρια στη μέση έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Το τοπίο ήταν μονότονο και κίτρινο, τέλειο σαν ψηφιακό wallpaper σε επιφάνεια εργασίας ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πουθενά ίχνη από λάστιχα αυτοκινήτου που θα κατέληγαν στη Ford. Mε τα κίτρινα μικρά λουλούδια να του γαργαλούν τα πόδια κατευθύνθηκε στο μπροστά μέρος του αυτοκινήτου για να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του ανοιχτού καπό. Εκεί τον περίεμενε μια νέα έκπληξη,καθώς αντί για εξαρτήματα μηχανής, καλώδια και σωλήνες είδε να ξεκινούν, από το ύψος του προφυλακτήρα περίπου, πέτρινες σκάλες που, όσο κατέβαιναν, χάνονταν στο σκοτάδι. Χωρίς να σκέφτεται τίποτα πια, πάτησε στον μεταλλικό προφυλακτήρα και μπήκε στο εσωτερικό του αμαξιού, με τα πόδια πια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Ξαφνικά, η σκάλα άρχισε να κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς τα κάτω σαν να επρόκειτο για κλίμακα σε σούπερ μάρκετ. Κρατώντας την ισορροπία του και μετά από 15 λεπτά καθόδου περίπου, προσγειώθηκε στην αρχή ενός είδους τούνελ σε όλο το μήκος του του οποίου κινούταν και ξεμάκραινε ένας κυλιόμενος διάδρομος. Το τούνελ έμοιαζε σκαμμένο στη γη και φωτιζόταν από κάποιου είδους λευκά φωσφορίζοντα πετρώματα στα τοιχώματα του. Πήδηξε πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο. Όσο κινούνταν, η λάμψη γινόταν πιο έντονη και η ανυπομονησία του μεγαλύτερη, παρόλο που δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι μπορούσε να βρίσκεται στην άλλη άκρη.


Για λίγο έχασε την αίσθηση του χρόνου και αφέθηκε υπνωτισμένος στο λευκό φως γύρω του, για να συνέλθει λίγο πριν φτάσει στο τέλος του τούνελ. Ο διάδρομος τον οδήγησε και τον άφησε μπροστά σε μια κλειστή ξύλινη πόρτα. Χτύπησε δυο φορές και μετά γύρισε το χερούλι και μπήκε μέσα σε ένα δωμάτιο, ακριβές αντίγραφο του λογιστικού του γραφείου. Άφησε την πόρτα να κλείσει πίσω του. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει την προηγούμενη, όταν έφυγε για να πάει σπίτι. Προχώρησε σαστισμένος και κάθισε στην καρέκλα. Στην δική του καρέκλα! Ούτε ίχνος από χαρτί δεν υπήρχε πάνω στο παμάλαιο μαονένιο γραφείο. Τράβηξε τα συρτάρια και τα βρήκε τελείως άδεια. Τινάχτηκε πάνω και έτρεξε στις ντουλάπες γύρω του. Άδειες και αυτές! Το ρολόι πάνω από την πόρτα έδειχνε 8, την ώρα που έφτανε συνήθως στο γραφείο. Έμεινε ακίνητος για αρκετή ώρα να παρατηρεί το ρολόι που έδειχνε πάντα 8. Άρχισε να πανικοβάλλεται. Πήγε στο παράθυρο και από κεί είδε ένα απέραντο κίτρινο λιβάδι με μια παλιά Ford παρκαρισμένη στο κέντρο του. Στο τιμόνι μπορούσε να διακρίνει μια φιγούρα που έμοιαζε με τη δική του. Τινάχτηκε να ανοίξει την πόρτα μα την βρήκε κλειδωμένη. Το παράθυρο ήταν επίσης μαγκωμένο. Προσπάθησε να σπάσει το τζάμι με έναν πυροσβεστήρα άλλα ήταν σαν να χτυπάει γρανίτη με μια γομολάστιχα.


Αποκαμωμένος επέστρεψε και κάθισε πάλι στην καρέκλα του γραφείου. Στήριξε το κεφάλι του στο δεξί χέρι και φέρνοντας στη μνήμη του όλα όσα συνέβησαν νωρίτερα κατέληγε ξανά και ξανά σε μία μόνο λογική εξήγηση. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο δίπλα του. Τρομαγμένος τσακίστηκε να το σηκώσει. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μια ζεστή φωνή που τον καλημέρισε και του ζήτησε να ηρεμήσει επειδή «όλα είχαν τελειώσει». Ο Λογιστής άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Είμαι νεκρός;» ψέλλισε την ερώτηση τρέμοντας. Η φωνή από την άλλη μεριά, μετά από μια παύση 5 δευτερολέπτων, κατά την οποία ίσως χαμογέλασε, με απόλυτη νηφαλιότητα του απαντήσει; «Νεκρός ήσουν μια ζωή. Τώρα, απλώς είσαι και άνεργος». Έπειτα, η γραμμή διακόπηκε και όλα βυθίστηκαν στην αιώνια σιωπή.


Πάνω στο γεφυράκι, ένα γκρι σαλιγκάρι κινούνταν αργά πάνω στο ψημένο από τον χρόνο και τον ήλιο πέτρα, κουβαλώντας την γλοιώδη του ύπαρξη παραπέρα. Κοιτάζοντας από ψηλά, αλλά όχι και πολύ ψηλά, θα μπορούσε κανείς να δει το γυαλιστερό του ίχνος να σχηματίζει δυο λέξεις: Deja Voodoo


Achilles

website

Listen (via e-radio)