Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

PostHeaderIcon Everybody be cool this is a...


Μπήκε στο κατάστημα με τους γιακάδες του μπουφάν του σηκωμένους. Στήθηκε σαν να μην τρέχει τίποτα στην ουρά, πίσω από μια γριά με ένα μικρό μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι στο αριστερό της χέρι. Με το δεξί κρατούσε κοντά της ενα 5χρονο άγορι. Ο μικρός χάζευε τις γαλάζιες φλέβες στο χέρι της γιαγιάς, καθώς σχημάτιζαν στο δέρμα της παραπόταμους και δέλτα πριν χαθούν ορμητικές κάτω από το μανίκι της. Ο πιτσιρίκος εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε για δυο πράγματα: Πρώτον, αν κλείνοντας τα μάτια θα μπορούσε να ακούσει το αίμα της γιαγιάς του να κυλάει στις φουσκωμένες της φλέβες και δεύτερον για τον λόγο που ο κύριος με τους ανασηκωμένους γιακάδες που στήθηκε πίσω τους στην ουρά ίδρωνε τόσο και κοιτούσε νευρικά αριστερά δεξιά σαν να φοβόταν μη τον χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο. Εκείνος αντιλήφθηκε ότι ο μικρός τον είχε καταλάβει. Προσπάθησε να κρύψει τον πανικό του πίσω από ένα στραβοχυμένο χαμόγελο που πρόχειρα σχημάτισε στο πρόσωπο του και την ίδια στιγμή με σχεδόν τρεμάμενο χέρι ανακάτεψε άτσαλα τα μαλλιά του αγοριού που δεν έλεγε να σταματήσει να τον κοιτάζει στα μάτια. Η γιαγιά που έπιασε την κίνηση, γύρισε να κοιτάξει τον ξένο και εισέπραξε και αυτή ένα στραβοχυμένο χαμόγελο ως χαιρετισμό, συνοδευόμενο από μια ελαφριά κλίση της κεφαλής προς τα εμπρός.

Η ουρά προχώρησε κατά ένα άτομο. Δυο βήματα εμπρός για όλους και στο μυαλό του ήρθαν εικόνες από κατάδικους που έσερναν τα δεμένα με αλυσίδες πόδια τους προς το τραπέζι όπου δεσμοφύλακες θα σημάδευαν για πάντα το χέρι τους με τον αριθμό που θα ταν στο εξής το όνομα τους. Κοίταξε κάτω για να βεβαιωθεί. Βεβαιώθηκε. Ούτε ίχνος από αλυσίδες. Πλησίαζε η ώρα που θα έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει την μοίρα του. Σχεδίαζε την ημέρα αυτή με μεγάλη σοβαρότητα και για ολόκληρες εβδομάδες. Τις τελευταίες νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έβλεπε εφιάλτες ότι την τελευταία στιγμή όλα πήγαιναν στραβά και ότι όλες του οι ελπίδες έπεφταν σε μια σκούρα μπλε άβυσσο σαν σιδερένια μπάλα δεμένη στο πόδι του. Ξανακοίταξε κάτω. Ούτε τώρα. Σύρθηκε άλλη μια θέση μπροστά, καθώς ένας χοντρός κύριος που μόλις είχε εξυπηρετηθεί περνώντας από δίπλα του έβγαζε ένα πούρο από την εσωτερική τσέπη του γκρίζου σακακιού του και το έβαζε στο στόμα του. Η χρυσή ζώνη του πούρου γυάλισε στο φως σαν να του έκλεινε το μάτι. Ο χοντρός έσπρωξε την γυάλινη πόρτα, βγήκε έξω και έβαλε στο πούρο φωτιά σαν να το τιμωρούσε που ενθάρρυνε έναν άνθρωπο σαν αυτόν, ο οποίος τώρα απείχε μόλις δυο θέσεις από την κοπέλα στο ταμείο, η μάλλον μια, αφού η γιαγιά και ο μικρός ήταν μαζί.

Πήρε βαθιά ανάσα! Η στιγμή της αλήθειας έφτανε και ο καλπασμός της ακουγόταν στα αυτιά του και έκανε το κεφάλι του να πονά από το σφίξιμο! Έπρεπε να το κάνει, έπρεπε να αποδείξει ότι έχει τη δύναμη. Ότι δεν είναι δέσμιος της συνήθειας. Ότι δεν θα υπακούει για μια ζωή στους ίδιους κανόνες! Καθώς οι μπροστινοί του αποσύρονταν από την σκηνή το εγγονάκι γύρισε το κεφάλι και του έριχνε μια τελευταία ματιά. Ήταν εκεί, στο σημείο μηδέν! Η υπάλληλος του χαμογέλασε και του είπε καλημέρα. Φυσικά, τον γνώριζε καλά. Καιρό τώρα, κάθε μέρα συμμετείχαν στην ίδια χορογραφία οι δυο τους. Οι ίδιες κινήσεις, οι ίδιες εκφράσεις, η ίδια συναλλαγή, ο ίδιος αποχαιρετισμός Ενώ η κοπέλα ξεκίνησε να κάνει αυτό που πάντα έκανε τέτοια ώρα, εκείνος συγκέντρωσε όσα αποθέματα δύναμης είχε και διακόπτοντας την κίνηση της έβγαλε με αποφασιστικότητα από την τσέπη του μπουφάν του ένα διπλωμένο χαρτάκι. Το άφησε μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια. Η υπάλληλος πήρε το χαρτί, το ξεδίπλωσε και διάβασε αυτό που και οι δυο τους ήξεραν ότι δεν περίμενε από τον άνδρα απέναντι της. Ψέλλισε κάτι που έμοιαζε με «μα...είστε σίγουρος...; ». Ο τρόπος που την κάρφωνε με τα μάτια ωστόσο, δεν άφηνε περιθώρια! «Και γρήγορα παρακαλώ» της είπε με μια φωνή αλλιώτικη, πιο τραχιά από τη συνηθισμένη του, «και μην κάνεις καμιά εξυπνάδα» συμπλήρωσε, σχεδόν άθελα του. «Μάλιστα κύριε», είπε εκείνη, απόλυτα συνεργάσιμη.

Δευτερόλεπτα αργότερα, ο άνδρας βρισκόταν μακριά και με σκυφτό κεφάλι βάδιζε βιαστικά σε στενά δρομάκια, αφήνοντας την τύχη να διαλέξει τον δρόμο που θα ακολουθούσε. Δεν είχε σημασία τίποτα προς το παρόν. Τα είχε καταφέρει! Έσφιγγε στα χέρια του την σακούλα με την απόδειξη του θάρρους και της ανυποταγης του σε ένα ολόκληρο σύστημα! Ένιωθε πιο ελεύθερος και ήξερε ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή! Σε έναν κάδο πιο κάτω πέταξε χωρίς να ανοίξει την σακούλα που του είχε δώσει η υπάλληλος. Ούτε το περιεχόμενο της τον ενδιέφερε. Αυτό που μετρούσε ήταν το ότι μπόρεσε και το έκανε!

Πίσω στον φούρνο, η κοπέλα πήρε στα χέρια της το χαρτάκι που της είχε αφήσει ο παράξενος τύπος και διάβασε για άλλη μια φορά: «Ξέρω ότι κάθε πρωί, την ίδια ώρα, εδώ και δυο χρόνια, αγοράζω 2 κουλούρια. Όχι όμως και σήμερα! Δώσε μου μια τυρόπιτα». Ανασήκωσε τα φρύδια της και αφού τσαλάκωσε το ταλαιπωρημένο κομμάτι χαρτιού το έκανε μια μικρή μπάλα και πέτυχε με αυτό ένα χάρτινο τρίποντο στο καλάθι των σκουπιδιών. Έπιασε ένα πλαστικό βουρτσάκι για να καθαρίσει τον πάγκο από τα ψίχουλα και τα σουσάμια και παρατήρησε ότι οι ψημένοι σπόροι σουσαμιού σχημάτιζαν κάτι παράξενο πάνω στην μαρμάρινη επιφάνεια. Πλησίασε και διάβασε: Deja Voodoo www.tripradio.gr


Achilles

website

Listen (via e-radio)