Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

PostHeaderIcon Photo σιωπ (ή Through the lens and what Alice found there)


Πάντα της άρεσαν οι φωτογραφίες που έβγαζε εκείνος. Ιδιαίτερα της άρεσαν εκείνες οι φωτογραφίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε η ίδια. Όσες τέτοιες της είχε δώσει τις έβαζε με προσοχή σε ένα άλμπουμ που ο ίδιος της είχε χαρίσει 3 μήνες μετά την πρώτη τους γνωριμία. Στο σκληρό εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονιζόταν ένα ανοιχτό κόκκινο τριαντάφυλλο που άπλωνε περήφανο τα πέταλα του σε ένα γαλάζιο φόντο. Αν το τριαντάφυλλο ήταν ένας κόκκινος ήλιος, το γαλάζιο θα μπορούσε να είναι ο ουρανός που πλάστηκε μοναχά για να πλαισιώνει την λαμπρότητα του.


Κάθε φορά που άνοιγε το άλμπουμ για να προσθέσει μια νέα φωτογραφία συνήθιζε να ξεφυλλίζει τις προηγούμενες σελίδες και ικανοποιημένη να απορεί με το τεράστιο ταλέντο και την ικανότητα που είχε ο αγαπημένος της στο να αποτυπώνει τον καλύτερο εαυτό της πάνω στο γυαλιστερό χαρτί. Θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο πετύχαινε πάντα τις ιδανικές συνθήκες φωτισμού και παίζοντας με μαεστρία με τα χρώματα και τις σκιές που έπεφταν πάνω στο σώμα της, την αποτύπωνε τόσο αληθινά όμορφη που της ήταν δύσκολο να ξεκολλήσει τα μάτια της από το ίδιο της το ακίνητο είδωλο! Παρατηρούσε για ώρα το πρόσωπο της να χαμογελά αινιγματικά σαν σύγχρονη Μοναλίζα σε παγώματα στιγμών, που, σαν χαρακιές στο βαρύ σπαθί του χρόνου, έμελλε να μείνουν αθάνατες.


Ένα πρωινό που εκείνος είχε φύγει νωρίς για δουλειά ξύπνησε μόνη στο σπίτι του. Με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και φορώντας τις πυτζάμες του τριγύριζε αργά στα δωμάτια μέχρι να έρθει η ώρα να φύγει και εκείνη για το γραφείο όπου εργαζόταν. Μπήκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως μελετητήριο και στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη. Χαμογελούσε με τους περίεργους τίτλους στις ράχες των βιβλίων, όταν πρόσεξε στο χαμηλότερο ράφι ένα γκρίζο βιβλίο χωρίς τίτλο το οποίο, λόγω μεγέθους, προεξείχε από τα υπόλοιπα. Το τράβηξε έξω. Ήταν ένα φωτογραφικό άλμπουμ. Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο ήταν γκρίζα και πάνω τους δεν υπήρχε γραμμένο τίποτα απολύτως.


Γεμάτη περιέργεια το άνοιξε. Δευτερόλεπτα μετά, το φλιτζάνι με τον καφέ είχε φύγει από τα χέρια και το μπεζ χαλί κάτω από τα πόδια της απέκτησε φρέσκα σχέδια, μοιάζοντας πλέον με επιδαπέδιο πίνακα αφηρημένης ζωγραφικής. Με τρόμο συνειδητοποίησε ότι το γκρίζο άλμπουμ ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της, που όμως δεν είχε ξαναδεί. Σε κάθε μία από αυτές τις φωτογραφίες αναδεικνυόταν και κάποια, μικρή ή μεγάλη, ατέλεια του προσώπου ή του σώματος της: το ξεκίνημα μιας ανεπαίσθητης ακόμη ρυτίδας στο λαιμό ή το μέτωπο, τα σημάδια από ένα ξενύχτι κάτω από τα μάτια της, ή ακόμη, μια έκφραση που δεν την κολάκευε καθόλου και την έκανε να μοιάζει από αστεία ώς άσχημη. Σε ορισμένες φωτογραφίες, η γωνία λήψης ήταν τέτοια, ή το φως έπεφτε πάνω της με τρόπο που τόνιζε μεγεθύνοντας την ελαφρώς γαμψή της μύτη, ή τα, υπό άλλες συνθήκες, χαριτωμένα πεταχτά της αυτιά. Πριν φτάσει στη μέση του άλμπουμ έτρεμε ολόκληρη και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, Νιώθοντας σχεδόν ατιμασμένη, κλώτσησε το άδειο φλιτζάνι που βρέθηκε στα πόδια της και το είδε να σπάει στον τοίχο πριν βγει από το δωμάτιο. Ντύθηκε βιαστικά και μάζεψε σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών όσα πράγματα της ανήκαν και μπορούσε να εντοπίσει στον χώρο μέσα από τους αλμυρούς καταρράκτες των ματιών της. Έπειτα, έψαξε στην τσάντα της και βρήκε ένα σετ κλειδιών. Τα κοπάνισε βίαια πάνω στο έπιπλο που βρίσκονταν δίπλα στην εξώπορτα και χρησίμευε για παπουτσοθήκη τραυματίζοντας ελαφρώς το σκουρόχρωμο βερνίκι. Χτύπησε την εξώπορτα με οργή, παρά το γεγονός ότι δεν βρίσκονταν κανείς εκεί για να την ακούσει, και έφυγε.


Τις μέρες που ακολούθησαν δεν σήκωνε το τηλέφωνο που κάθε τόσο χτυπούσε. Δεν άνοιγε την πόρτα της και αρνούνταν να τον ακούσει ή να τον αφήσει να την πλησιάσει. Για αρκετό καιρό κάθε βράδυ, εκείνος, καθόταν κάτω απο το μπαλκόνι της και την παρακαλούσε να βγει έξω. Για αρκετό καιρό κάθε βράδυ πεσμένη στο κρεβάτι, εκείνη, έκλαιγε βουβά κρατώντας αγκαλιά ένα μπλε μαξιλάρι και δάγκωνε μηχανικά την πάνω δεξιά του άκρη σαλιώνοντας την. Κάποια στιγμή, εκείνος σταμάτησε να προσπαθεί και εκείνη σταμάτησε να σαλιώνει το μαξιλάρι.

Πίσω στο διαμέρισμα του ταλαντούχου φωτογράφου, μέσα στο σκοτεινό ντουλάπι, ένα φλιτζάνι του καφέ με εμφανή στο σώμα του σημάδια από κόλλα στιγμής, θύμα και αυτόπτης μάρτυρας όσων είχαν κάποτε συμβεί, εξηγούσε στα άλλα φλυτζάνια: «η ανόητη βλέπετε, δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή ότι εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπά και να είναι μαζί της παρά το γεγονός ότι είχε εντοπίσει και γνώριζε καλά όλες τις ατέλειες του σώματος και του χαρακτήρα της. Ναι, εκείνος γνώριζε και άλλα ελαττώματα από αυτά που μπορούσε να απαθανατίσει με τη φωτογραφική του μηχανή... Ούτε της πέρασε από το μυαλό ότι της χάριζε τις φωτογραφίες εκείνες που εξιδανίκευαν την ομορφιά της και τα στοιχεία που λάτρευε σ΄ αυτήν επειδή εκείνα επέλεγε να βλέπει και να θαυμάζει ο ίδιος και όχι επειδή εκείνη ήταν τέλεια. Στην πραγματικότητα, είπε το γεμάτο ουλές φλιτζάνι, πιστεύω ότι δεν την πείραξε η ιδέα ότι την εξαπάτησαν, αλλά το ότι απέτυχε η ίδια να εξαπατήσει, ενώ είχε την εντύπωση ότι το είχε καταφέρει.»


Τα υπόλοιπα σκεύη τριγύρω κούνησαν συλλογισμένα τα κεφάλια τους και ο ερασιτέχνης φωτογράφος, που εκείνη τη στιγμή γέμιζε εκεί δίπλα ένα ποτήρι νερό, ακούγοντας τον ήχο της κεραμικής αποδοχής, πίστεψε ότι μια ελαφριά σεισμική δόνηση σημειώθηκε με επίκεντρο στο πάνω αριστερά ντουλάπι της κουζίνας του...


Ανοίγοντας το ξύλινο φύλλο βρήκε τα πάντα όπως τα είχε αφήσει. Πήγε μέχρι το παράθυρο και κοιτάζοντας έξω είδε στον ουρανό ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να γεμίζει με χρώμα τον ουρανό πάνω από την τσιμεντένια πόλη. Δεξιά του άνθους ξεθώριαζε σαν τεμαχισμένη κορδέλα το ίχνος από τα προωθητικά αέρια ενός αεροπλάνου που είχε περάσει πριν από μερικά λεπτά. Καθώς τα παρατηρούσε να διαλύονται του φάνηκε ότι διέκρινε δυο λέξεις να αποσυντίθενται στο κόκκινο φόντο: «Deja Voodoo»


Achilles

website

Listen (via e-radio)

Αρχειοθήκη ιστολογίου